«H παγωνιά της απομόνωσης μας τσούζει τη ματιά, φιδοστρώνεται μέρα στη μέρα αθόρυβα, σαν διαβρωτική αγκίδα στην καρδιά μας και την κάνει να χτυπά άρρυθμα και καχεκτικά στον αναγκαίο ρυθμό της.
ΦΤΑΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!
Ας μην αφήσουμε την καρδιά μας να παγώσει … ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ…χαμογέλα και συ γιαγιά , τα χαμόγελα λιώνουν τους πάγους για ν’ ανθίσουν ηλιοτρόπια»
«Τα Χριστούγεννα της γιαγιάς μου»
(από μια ιδέα της Αριστέας Τσιλιλή)
Σουρουπώνει κι έχει απόψε ξαστεριά. Πάγο θα ρίξει. Στα σπαρμένα με στάρι χωράφια μόλις «έσκασε» ο σπόρος και πρασίνισε ο «γιαλός». Η Παναγιά η Λιμνιώτισσα να βάλει το χέρι της να μη τα κάψει ο πάγος. Κι όμως ετούτος ο καρπός δίνει χρυσό. Λιγοστός, μα είναι ο χρυσός του νοικοκυριού. Λιγοστή η σοδειά φέτος, έφταιξε ο «λίβας», μα κάτι έγινε. Υπάρχει και λίγο στάρι περσινό, θα σπρωχτεί η χρονιά.
«Τα Χριστούγεννα της γιαγιάς μου»
(από μια ιδέα της Αριστέας Τσιλιλή)
Σουρουπώνει κι έχει απόψε ξαστεριά. Πάγο θα ρίξει. Στα σπαρμένα με στάρι χωράφια μόλις «έσκασε» ο σπόρος και πρασίνισε ο «γιαλός». Η Παναγιά η Λιμνιώτισσα να βάλει το χέρι της να μη τα κάψει ο πάγος. Κι όμως ετούτος ο καρπός δίνει χρυσό. Λιγοστός, μα είναι ο χρυσός του νοικοκυριού. Λιγοστή η σοδειά φέτος, έφταιξε ο «λίβας», μα κάτι έγινε. Υπάρχει και λίγο στάρι περσινό, θα σπρωχτεί η χρονιά.
Βλέπεις η «κρίση» τίποτα δεν άφησε όρθιο,,,άγγιξε και τα χωριά μας.
Το τζάκι έκαιγε δίπλα της κι εκείνη μονολογούσε με την ερημιά της. Είχε απομείνει μόνη, από χρόνια χήρα, με παιδιά στην ξενιτιά, μα τα κατάφερνε. Η «κουτσουρεμένη» σύνταξη του ΟΓΑ έφτανε δεν έφτανε, μα τα ’βγαζε πέρα. Μέχρι και καλοριφέρ σκεφτόταν να βάλει, να ζεσταθεί το κοκαλάκι της, όπως έλεγε. Όλη της η ζωή λιτή και απέρριτη όπως κι η ίδια. Η σοφία μόνο από πόνο μαθαίνεται κι από τις στερήσεις ριζώνει. Είχε και τις κοτούλες της και δύο -τρία μαναράκια, τον κηπάκο της, γι' αυτό και το ντουλάπι της είχε απ' όλα τα καλούδια λίγα μα καλά, δικά της χειροποίητα. Ο τραχανάς της, οι χυλοπίτες της, το ψωμάκι της, το τυρί της δεν έλειπαν απ' το σπίτι της. Τώρα νήστευε, από παιδί είχε μάθει να κρατά τις μέρες και Τετράδες και Παρασκευές. Τα ψυχοσάββατα πάντα πήγαινε πρόσφορο, έβαζε στο «χαρτί της» από πάππου προς πάππου όλους τους δικούς της, μνημόσυνο να συγχωρηθούν. Στο τσουκάλι της έβραζαν τα αγριολάχανα, κι η μυρωδιά γέμιζε τους πέτρινους τοίχους και πότιζε το σάϊσμα που είχε πάνω στο ντιβάνι της.
Έκατσε στο χαμηλό σκαμνί της, σύμπησε λίγο τη φωτιά, γύρισε την θράκα, φύσηξε τις σπίθες κι ύστερα άπλωσε να ζεστάνει και τα ροζιασμένα άκρα της πιο δίπλα. Το φώς της φωτιάς μαζί με το φώς του καντηλιού έδιναν μια ζεστή εικόνα στους κιτρινισμένους απ την καπνιά τοίχους.
Κοίταξε την εικόνα της Παναγιάς της Λιμνιώτισσας που είχε δίπλα στο παραγώνι και κάτι της ψιθύρισε μαζί με το σταυρό της. Την είχε συνομιλήτρια τούτη την εικόνα κι όλο κάτι εύρισκε να της λέει. Αχ, αύριο θα 'χει πάγο, να θυμηθώ να βγάλω κάνα προσάναμμα να τα έχω στεγνά. Να κάνει και καμιά καλή μέρα να ζυμώσω τα γλυκά μου και την κουλούρα μου, γιατί Χριστούγεννα έρχονται.
Σήκωσε πάλι το βαρύ χαλκωματένιο καπάκι
κι είδε το φαί της. Είχε γίνει, το κατέβασε απ' τη φωτιά και τ' άφησε λίγο παράμερα να ριχώσει. Σήκωσε με την μασιά την σιδεροστιά και την έβαλε στην άκρη. Με ήρεμες κινήσεις που η ζωή την είχε μάθει, έβαλε στο τσίγκινο πιάτο της δυο ρηχές ξύλινες κουταλιές. Κατόπιν απ' το λαδικό έριξε το λαδάκι της, πήρε και την φέτα του ζυμωτού ψωμιού της και αφού έκανε το σταυρό της άρχισε να τρώει. Απ' το στόμα της «έτρεχε» που και που κανένα ψίχουλο μα κείνη το μάζευε επιδέξια, άλλοτε με τη γλώσσα και άλλοτε με τη μπουκιά της. Αισθανόταν το βλέμμα της Παναγίας επάνω της και έπρεπε να είναι άψογη! Σαν απόσωσε έκανε πάλι το σταυρό της κάθισε κι άλλο λίγο στη γωνιά ζεσταίνοντας τα χέρια της.
Έρχονται τα Χριστούγεννα, έλεγε, μα το μυαλό της είχε γυρίσει χρόνια πίσω. Γιόρταζαν τούτη τη μέρα με τραγούδια και χορούς. Το σπίτι ήταν γιομάτο από παιδιά κι ανίψια. Τα χοιρινά, τα λουκάνικα, τα μπουμπάρια, οι κουραμπιέδες με το γιδίσιο βούτυρο να μοσχοβολούν καθώς έλιωναν στο στόμα, οι λαδοκουλούρες που πηγαίνανε στον τσοπάνο και η κάθε μια νοικοκυρά συναγωνιζόταν για το καλύτερο κέντημα, το εφτάζυμο, οι πίτες.
Και φέτος θα φτιάξω, είπε δυνατά, μπορεί να έρθουν και τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Έκανε το σταυρό της κι έπεσε στο ντιβάνι της αφήνοντας τη φωτιά δίπλα της να καίει σιγά ήρεμα, συντροφιά και φιλενάδα.
Ήρθαν και πάλι τα Χριστούγεννα, δόξα νά 'χεις Παναγιά μου που μ' αξίωσες και φέτος, γερούλα νά 'μαι, κι εγώ θα δεις τι κουλούρα θα σου κεντήσω. Δόξα νά χεις. Ωσαννά.
Το τζάκι έκαιγε δίπλα της κι εκείνη μονολογούσε με την ερημιά της. Είχε απομείνει μόνη, από χρόνια χήρα, με παιδιά στην ξενιτιά, μα τα κατάφερνε. Η «κουτσουρεμένη» σύνταξη του ΟΓΑ έφτανε δεν έφτανε, μα τα ’βγαζε πέρα. Μέχρι και καλοριφέρ σκεφτόταν να βάλει, να ζεσταθεί το κοκαλάκι της, όπως έλεγε. Όλη της η ζωή λιτή και απέρριτη όπως κι η ίδια. Η σοφία μόνο από πόνο μαθαίνεται κι από τις στερήσεις ριζώνει. Είχε και τις κοτούλες της και δύο -τρία μαναράκια, τον κηπάκο της, γι' αυτό και το ντουλάπι της είχε απ' όλα τα καλούδια λίγα μα καλά, δικά της χειροποίητα. Ο τραχανάς της, οι χυλοπίτες της, το ψωμάκι της, το τυρί της δεν έλειπαν απ' το σπίτι της. Τώρα νήστευε, από παιδί είχε μάθει να κρατά τις μέρες και Τετράδες και Παρασκευές. Τα ψυχοσάββατα πάντα πήγαινε πρόσφορο, έβαζε στο «χαρτί της» από πάππου προς πάππου όλους τους δικούς της, μνημόσυνο να συγχωρηθούν. Στο τσουκάλι της έβραζαν τα αγριολάχανα, κι η μυρωδιά γέμιζε τους πέτρινους τοίχους και πότιζε το σάϊσμα που είχε πάνω στο ντιβάνι της.
Έκατσε στο χαμηλό σκαμνί της, σύμπησε λίγο τη φωτιά, γύρισε την θράκα, φύσηξε τις σπίθες κι ύστερα άπλωσε να ζεστάνει και τα ροζιασμένα άκρα της πιο δίπλα. Το φώς της φωτιάς μαζί με το φώς του καντηλιού έδιναν μια ζεστή εικόνα στους κιτρινισμένους απ την καπνιά τοίχους.
Κοίταξε την εικόνα της Παναγιάς της Λιμνιώτισσας που είχε δίπλα στο παραγώνι και κάτι της ψιθύρισε μαζί με το σταυρό της. Την είχε συνομιλήτρια τούτη την εικόνα κι όλο κάτι εύρισκε να της λέει. Αχ, αύριο θα 'χει πάγο, να θυμηθώ να βγάλω κάνα προσάναμμα να τα έχω στεγνά. Να κάνει και καμιά καλή μέρα να ζυμώσω τα γλυκά μου και την κουλούρα μου, γιατί Χριστούγεννα έρχονται.
Σήκωσε πάλι το βαρύ χαλκωματένιο καπάκι
κι είδε το φαί της. Είχε γίνει, το κατέβασε απ' τη φωτιά και τ' άφησε λίγο παράμερα να ριχώσει. Σήκωσε με την μασιά την σιδεροστιά και την έβαλε στην άκρη. Με ήρεμες κινήσεις που η ζωή την είχε μάθει, έβαλε στο τσίγκινο πιάτο της δυο ρηχές ξύλινες κουταλιές. Κατόπιν απ' το λαδικό έριξε το λαδάκι της, πήρε και την φέτα του ζυμωτού ψωμιού της και αφού έκανε το σταυρό της άρχισε να τρώει. Απ' το στόμα της «έτρεχε» που και που κανένα ψίχουλο μα κείνη το μάζευε επιδέξια, άλλοτε με τη γλώσσα και άλλοτε με τη μπουκιά της. Αισθανόταν το βλέμμα της Παναγίας επάνω της και έπρεπε να είναι άψογη! Σαν απόσωσε έκανε πάλι το σταυρό της κάθισε κι άλλο λίγο στη γωνιά ζεσταίνοντας τα χέρια της.
Έρχονται τα Χριστούγεννα, έλεγε, μα το μυαλό της είχε γυρίσει χρόνια πίσω. Γιόρταζαν τούτη τη μέρα με τραγούδια και χορούς. Το σπίτι ήταν γιομάτο από παιδιά κι ανίψια. Τα χοιρινά, τα λουκάνικα, τα μπουμπάρια, οι κουραμπιέδες με το γιδίσιο βούτυρο να μοσχοβολούν καθώς έλιωναν στο στόμα, οι λαδοκουλούρες που πηγαίνανε στον τσοπάνο και η κάθε μια νοικοκυρά συναγωνιζόταν για το καλύτερο κέντημα, το εφτάζυμο, οι πίτες.
Και φέτος θα φτιάξω, είπε δυνατά, μπορεί να έρθουν και τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Έκανε το σταυρό της κι έπεσε στο ντιβάνι της αφήνοντας τη φωτιά δίπλα της να καίει σιγά ήρεμα, συντροφιά και φιλενάδα.
Ήρθαν και πάλι τα Χριστούγεννα, δόξα νά 'χεις Παναγιά μου που μ' αξίωσες και φέτος, γερούλα νά 'μαι, κι εγώ θα δεις τι κουλούρα θα σου κεντήσω. Δόξα νά χεις. Ωσαννά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΟΣ