Tα «αφιερώματα» με αφορμή την ημέρα της ποίησης την Παρασκευή 21 Μαρτίου: (κόντρα στην κατασκευή συγγραφέων και την ευπώλητη με τη συνέργια επαγγελματιών βιβλιοκριτικών, βιβλιοτουβλοποιία των εμποροεκδοτών. Και κόντρα στην ψευδαίσθηση των ποιητών που ματαιοδοξώντας, ψωνίζουν πανάκριβα διαβόητους… λογότυπους) παρουσιάζουν τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα εξαίσιων Ελλήνων ποιητών.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Του Κώστα Καλαπανίδα)
«Κανένας δεν μπορεί να ιδεί τον άνθρωπο σωστά, αν δεν ξέρει πως ο άνθρωπος είναι η μοίρα του ανθρώπου.»
Το πνεύμα του σήκωνε αητό, με την καλούμα κράταγε το σώμα. Πάλη δαιμόνων με θεούς, και το αεράκι γίνονταν αγέρας, το θρόισμα θύελλα, ο λόγος κραυγή.
Στα δέκα οχτώ του πήρανε τη γκλίτσα και του έδωσαν όπλο.
Ούτε πνεύμα πιά, ούτε σάρκα. Διαλέχτηκαν, συγκρούστηκαν, κάηκαν. Το δεδικαίωται κι ο παράδεισος για όσους, ακόμα, γεωργούνε ελπίδες.
Σαλιγκαράκι της σιωπής, σφράγισε με το ασήμι σου και τούτο το μάρμαρο.
Διαμελισμός
(του ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ)
Ελλάς διαμελίζεται, σαν της Λαμπρής τ’ αρνάκι,
καλοψημένο, σουβλιστό, έτοιμο για το δείπνο.
Ένας τραβάει από δω, και από κει καν άλλος,
σαν αδυσώπητα σκυλιά και πειναλέοι λύκοι!
Εκείνοι στην Ανατολή, τούτοι κατά τη Δύση,
θέλουν να φέρουν την μικρή πατρίδα, να τη δέσουν
σαν το γομάρι σε τροχό άμαξας, που την σέρνουν
άλογα ζώα, δυνατά και πιο καλοθρεμμένα.
Βλέπουν Ευρώπης Ένωση, σαν κιβωτό του Νώε,
οι πλέον προοδευτικοί και κάπως φαντασμένοι,
που προσπαθούν να βάλουνε και την Ελλάδα μέσα,
σαν ένα κατοικίδιο πειθήνιο και δούλο.
Νομίζουν πως θα τους δεχτούν με ανοιχτές αγκάλες,
οι Ευρωπαίοι σύντροφοι, των Σταυροφόρων γόνοι,
και στ’ όνομα αδελφικής αλληλεγγύης τρέχουν
να πάρουν πρέπον μέρισμα ισότιμης φιλίας.
Φαίνεται πως την ξέχασαν Σολωμική σοφία,
που νουθετεί προφητικά πως θύρες δαν ανοίγουν
των ισχυρών και κρατερών, όταν χτυπά με πείσμα
μια χρεία των αδύναμων και καταφρονεμένων!
Άλλοι, πιο συντηρητικοί, το λάβαρο της πίστης
υψώνουν με τα βλέμματα στραμμένα στο Φανάρι,
και νοσταλγούν τη σιγουριά της Αυτοκρατορίας,
έστω κι ας ήταν Τούρκικη και ξενικής μιας πίστης.
Σταγόνα στον ωκεανό της Μουσουλμάνας πίστης
φαντάζει μικροσκοπική πατρίδα κακομοίρα.
Με χρέος και με δανεικά την φόρτωσαν αχρείοι
πολιτικοί, δημαγωγοί, του ψεύδους υπηρέτες!
Κατακαημένε Παρνασσέ, κράτα καλά, μη γέρνεις!
Τον Τυμφρηστό να χαιρετάς, Όλυμπο ν’ αγναντεύεις,
Θεούς παλαιούς και μαχητές με πάθος να γυρεύεις,
και μήνυμα της Λευτεριάς καλό ξανά να φέρνεις!
Μεσημβρινή νοσταλγία (του ΘΑΝΑΣΗ ΚΡΟΥΣΤΑΛΗ)
(-στη γύρη μιας γητειάς ,γεννιούνται του κόσμου τα άνθη-)
Να ΄ξερες πως νοστάλγησε η γέρικη καρδούλα
ενα αεράκι ,τα ξερόφυλλα, τα ρημαδιά να σείσει,
που εγέρασε η ζήση μου, μα η ψυχή μικρούλα
αγέραστη ορφάνεψε,σ΄ αγάπη που΄χει σβήσει.
Κι ότι έχει μείνει να αγαπά, σάμπως να μοιάζει ξένο,
θύμησα ,που την πήρανε της ξεγνοιασιάς τα πλοία,
φθαρτή ομορφιά και ανέξοδο, έρωτα ξεφτισμένο,
κουφάρι που΄μεινε μισό, στων χρόνων τα θηρία.
Μα τ΄αεράκι προσδοκά,- και φτάνει ετούτο μόνο-
για να σκυρτίσει η καρδιά ξανά στο πέρασμά του,
φορές, αρκούν οι θύμησες εμπρός στον κρύο πόνο,
κι οι ομορφιές οι αλλοτινές , γλυστράνε του θανάτου.
ΟΙ ΣΚΙΕΣ (ανέκδοτο ποίημα, του ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ που έγραψε το 1976
και δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ Κεφ/νίας και Ιθάκης", της Μπέτας Σόλωνος Γαλιατσάτου).
Με θλίβει
των ταξιδιωτών η θλίψη
νύχτες χλωμές του φθινοπώρου
που απʼ το κατάστρωμα κοιτούν
της θάλασσας τα λουλακιά φαντάσματα.
Ριγούν τα τεθλασμένα σώματα τους
καθώς τα κύματα περνούν
κιʼ αντανακλούν παφλάζοντας τους ίσκιους
κορμιών ηδονικών που ανώνυμα βουλιάζουν.