"ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΝΕ ΣΤΗΘΟΣ ΜΕ ΣΤΗΘΟΣ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ"
ο ισκιος-
Σαν της βροντης το καλεσμα, το αποκαμωμενο
που χανεται στη χαραυγη ολανθιστου απριλη,
- εξω μεθαει η λησμονια,σαν το πικρο σταφυλι-
κι εχει καημο το πρωινο,σαν φτανει απελπισμενο.
Μεσα στου βιου τη θαλασσα,μες τη βαρια τη ζηση
κροτουν θαρρεις τα βηματα που πατησε ο αιωνας,
κι ακομα μοιαζει η ψυχη, σαν εφηβος χειμωνας
που εστειλε το ερεβος,να τον προυπαντησει.
Στο ημιφω στεκει στα κλεφτα, μανδυας μολυβενιος
και κουβαει απανω του, χιλιων θανατων βαρος,
ο ισκιος ειναι της ζωης που σχιστηκε απ το θαρρος,
και πανω στα καταστηθα, μοιαζει μαρμαρωμενος.
Κι ως περπατουν τα βηματα πανω στα μαυρα νεφη
αντριωνεται πελωριος κατω απο τα φωτα,
και φευγει εμπρος του σκοταδιου,καρτερικα σαν πρωτα,
να μην το βλεπει η ντροπη και πισω να του γνεφει.
Το βαρος του ασηκωτο, χιλιων θανατων οπως
μα εμε μου σερνει την ψυχη, πιο περα κι απ τον αδη,
μετρανε οι σκεψεις βηματα ερεβινα το βραδυ,
για να ζυγισουν της ζωης, το ονειδος και ο τροπος.
Και ισκιος μοιαζει η λογικη που χαθηκε στη ζαλη,
η αγαπη και αβροτητα που πνιγηκαν στη ληθη,
καθε χαμενη προσταγη ,και καθε παραμυθι,
που αντρειωσε το υψος μου,πιο πανω απ το κεφαλι
Μα απ ολα τα φαντασματα που στο μανδυα σερνει
απο ολες τις χαραγματιες που την καρδια πονανε
χειροτερη ειναι η ντροπη,σ αυτην τα ποδια σπανε,
και καθε ισκιος σαν περνα,μαζι την παρασερνει.
Δεμενος μοιαζει αεναα, απανω μου, στο βιος μου
στα φωτα θα θεριευει ευθυς και θα με προσπερναει,
μας σαν περναει το ασημιασμα,στη ληθη θα γυρναει,
φορες κρυμμενο δουλικο,φορες και οδηγος μου.
που χανεται στη χαραυγη ολανθιστου απριλη,
- εξω μεθαει η λησμονια,σαν το πικρο σταφυλι-
κι εχει καημο το πρωινο,σαν φτανει απελπισμενο.
Μεσα στου βιου τη θαλασσα,μες τη βαρια τη ζηση
κροτουν θαρρεις τα βηματα που πατησε ο αιωνας,
κι ακομα μοιαζει η ψυχη, σαν εφηβος χειμωνας
που εστειλε το ερεβος,να τον προυπαντησει.
Στο ημιφω στεκει στα κλεφτα, μανδυας μολυβενιος
και κουβαει απανω του, χιλιων θανατων βαρος,
ο ισκιος ειναι της ζωης που σχιστηκε απ το θαρρος,
και πανω στα καταστηθα, μοιαζει μαρμαρωμενος.
Κι ως περπατουν τα βηματα πανω στα μαυρα νεφη
αντριωνεται πελωριος κατω απο τα φωτα,
και φευγει εμπρος του σκοταδιου,καρτερικα σαν πρωτα,
να μην το βλεπει η ντροπη και πισω να του γνεφει.
Το βαρος του ασηκωτο, χιλιων θανατων οπως
μα εμε μου σερνει την ψυχη, πιο περα κι απ τον αδη,
μετρανε οι σκεψεις βηματα ερεβινα το βραδυ,
για να ζυγισουν της ζωης, το ονειδος και ο τροπος.
Και ισκιος μοιαζει η λογικη που χαθηκε στη ζαλη,
η αγαπη και αβροτητα που πνιγηκαν στη ληθη,
καθε χαμενη προσταγη ,και καθε παραμυθι,
που αντρειωσε το υψος μου,πιο πανω απ το κεφαλι
Μα απ ολα τα φαντασματα που στο μανδυα σερνει
απο ολες τις χαραγματιες που την καρδια πονανε
χειροτερη ειναι η ντροπη,σ αυτην τα ποδια σπανε,
και καθε ισκιος σαν περνα,μαζι την παρασερνει.
Δεμενος μοιαζει αεναα, απανω μου, στο βιος μου
στα φωτα θα θεριευει ευθυς και θα με προσπερναει,
μας σαν περναει το ασημιασμα,στη ληθη θα γυρναει,
φορες κρυμμενο δουλικο,φορες και οδηγος μου.