«…Χριστόν εξ ουρανού απαντήσατε» Γράφει ο Δημήτρης Ζάχος
«Χιόνια στο καμπαναριό ξύπνησε όλο το χωριό…» Έτσι ήταν τότε. Τώρα η καμπάνα μπορεί να χτυπάει από μόνη της με τον ηλεκτρισμό, αλλά υπάρχουν πολλοί λίγοι άνθρωποι που η καμπάνα θα ξυπνήσει. Σχεδόν έχει ερημώσει όπως και τόσα άλλα χωριά στην πατρίδα μας.
Όμως το χιόνι , το άσπρο το λυτρωτικό δεν θα σταματήσει ποτέ να πέφτει καθαγιάζοντας τα πάντα , δίχως να παγώνει καθώς θα το θερμαίνει το γλυκύτερο κλάμα π’ ακούστηκε ποτέ, του βρέφους που ζεσταίνεται στη φάτνη απ’ τα χνώτα των αγνών , περήφανων αλόγων!
Ελπίζω και ..λέω πως τίποτα δεν τελειώνει. Η ιστορία της ζωής κάνει κύκλους και σύντομα όλα θάναι ζωντανά και πιο ανθρώπινα. Μήπως όμως κάνω λάθος? Λέω μήπως γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να έχουν στο μυαλό τους αυτοί που μας κυβερνούν. Αχ αυτοί οι πολιτικοί μας… Δεν εννοούν να ξεκολλήσουν απ’ το μικρόκοσμό τους και από τον τρόπο με τον οποίο συνήθισαν να σκέφτονται και να πολιτεύονται. Δεν έχουν ούτε την ηρεμία, ούτε την ψυχραιμία, ούτε την υπευθυνότητα, όπως αρμόζει σε «σωστούς» πολιτικούς που έχουν συναίσθηση των υποχρεώσεών τους απέναντι στον τόπο και τις γενιές που έρχονται.
Σκέφτομαι τώρα αν αυτούς που προσομοιάζουν με την αγριότητα του παραπάνω - αλαζόνες ηγέτες και κατά βάση μαριονέτες, διεφθαρμένοι κι’ αδίστακτοι πολιτικοί, άπληστοι τραπεζίτες, μεγαλόσχημοι εκμαυλιστές και εκμεταλλευτές κάθε ανθρώπινης και φυσικής υπόστασης –αν μπορούσα να τους «απομονώσω –φυλακίσω» λίγες εβδομάδες πριν τη Γέννηση στη σπηλιά –τρύπα πέρα απ΄το «κόκκινο κοτρόνι» στο βουνό του χωριού μου!!! Να κόβουν με τα χέρια τους τα υγρά κι αμαρτωλά, ξύλα απ΄το λόγγο , μόνοι τους ν’ ανάβουν τη φωτιά για να πυρωθούν. Να πασχίζουν να φυλαχτούν από το κρύο που θα έμπαινε στο … καταφύγιό τους. Να βγάζουν χόρτα για να φάνε –γιατί βέβαια θα… νηστεύουν , και που να βρεθούν λεφτά για σούσι ή άλλους ψαρομεζέδες.- Τα όχι γαντοφορεμένα χέρια τους να ξεπαγιάζουν όταν πάνε αναγκαστικά να βοηθήσουν στη βοσκή των ζώων, να καθαρίζουν (προσπαθώντας και τη δική τους) τη βρωμιά του στάβλου και σαν μόνη απόλαυση –το μόνο πλέον ναρκωτικό τους- να τους δίνουμε λίγο κρασάκι το βράδυ απ΄τα Θεϊκά αμπέλια του χωριού μας. Και τη μεγίστη βραδιά της Γέννησης να φέξουν στην εκκλησιά και στα τρύπια παπούτσια τους να μπαίνει το λιωμένο χιόνι . Μα σα σχόλαγε η εκκλησιά θα τους έπαιρνα σπίτι μου για να τους τραπεζώσω όπως τότε με πλούσιο λαχταριστό φρεσκοσφαγμένο χειρινό, λουκάνικα, μπουμπάρια, πηχτή, ποτάμι γρήγορης ευτυχίας το κρασί, κι ένα τραγούδι Ρουμελιώτικο βαρύ!!! (Μ’ ένα τρίμα ψωμιού οι παλαιότεροι και μισό κανάτι κρασί άρχιζαν το γλέντι). Έπειτα θα τους άφηνα λεύτερους!!! Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θ’ άλλαζε η ιστορία της πατρίδας μας.