«Μας ειδοποίησαν ότι θα εκτελεσθούμε»
Του Άριστου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο
Ας μιλούν όλοι σήμερα για το νόημα του αγώνα σας. Ας γίνουν δεκάδες εκδηλώσεις για τη μνήμη σας. Η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατο πια να μπούμε στο πετσί σας για να κατανοήσουμε τις θυσίες σας. Ούτε μυαλό μας άφησαν, ούτε αισθήματα, ούτε όνειρα. Μας τα πήραν όλα. Όσα θυσιαστήκατε για να μας κληροδοτήσετε δεν υπάρχουν. Τα χαραμίσαμε από δειλία και ανεπάρκεια. Από υστεροβουλία κι από επιπολαιότητα. Εξήντα χρόνια λάθη. Εσείς φύγατε νωρίς και δεν είδατε κατάντια. Ευτυχώς. Εμείς, σήμερα, ούτε τα Φυλακισμένα Μνήματα δεν σεβόμαστε. Αρχίσαμε να οργανώνουμε χαρωπά χάπενινγκ και να πίνουμε το εσπρέσο μας, ακόμα κι έξω από την αίθουσα της αγχόνης, για να δείχνουν οι τηλεοράσεις την αφεντιά μας και να εμπορευόμαστε την ιστορία. Όπου να ‘σαι θα πάμε και στο κρησφύγετο του Μαχαιρά, για κοκτέιλ πάρτι και θα λέμε στους εαυτούς μας ότι κάνουμε σεμνή τελετή για να υμνήσουμε τη θυσία του Γρηγόρη. Όπως κάνουμε κι όταν πίνουμε το φραπέ μας στο λιμανάκι της Κερύνειας. Βλέπετε, μέσα στην υποκρισία και τον κυνισμό μας, είναι αδύνατο να υποπτευθούμε καν τον όγκο αξιοπρέπειας ενός 22χρονου, του Ανδρέα Παναγίδη, που έγραφε στα τρία παιδιά του και στη γυναίκα του από τη φυλακή, μόλις ορίστηκε η ώρα της θυσίας του: «Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21/9/1956, θα εκτελεσθούμε. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι».
Πώς να καταλάβουμε; Η μόνη «μεγάλη ιδέα», που ορίζει πλέον την αξιοπρέπεια μας, είναι το πλαίσιο αφερεγγυότητας. Αφερέγγυοι όλοι μας, θέλουμε νόμους για να επιβιώσουμε, για να τα βγάλουμε πέρα σε μια πατρίδα, που προδώσαμε και που όταν λέει κάποιος στα παιδιά του «να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι», μπορεί και να τον πούμε προβληματικό. Το λιγότερο. Γιατί μάλλον θα προλάβουν να τον κατηγορήσουν για εθνικισμό. Όπως κατηγορούν κι όσους επιμένουν να τιμούν τη μνήμη τους και να δοξάζουν τον λαϊκό άθλο των Ελλήνων της Κύπρου. Διότι κι αυτό προσπαθούν να μας το ξεριζώσουν: Την εθνική αυτογνωσία, την ταυτότητα, την ιστορία. Και τα καταφέρνουν μια χαρά. Όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότεροι είναι οι αντάξιοί σας. Όχι για να αντιγράψουν τους ηρωισμούς σας, αυτοί είναι μοναδικοί, δεν μπορούν να έχουν συνέχεια. Αλλά, τουλάχιστον, για να αντισταθούν σ΄ αυτό τον συρφετό των «μορφωμένων», που παλεύουν χρόνια τώρα να σας διαγράψουν και να μολύνουν τις συνειδήσεις μας για να υποταχθούμε ευκολότερα στα σχέδια άλλων. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι που αντιστέκονται, αλλά κι αυτοί, γονάτισαν πια ή θα γονατίσουν σύντομα, μπροστά σε μια κρίση, που την λένε οικονομική, αλλά στην πραγματικότητα είναι η τέλεια υποταγή μας. Γιατί εμείς, δεν είμαστε όπως εσείς, αγράμματοι σκλάβοι, εργάτες, πάμφτωχοι, με «μεγάλες ιδέες». Εμείς μορφωθήκαμε, μάθαμε να κλέβουμε, μάθαμε να είμαστε ρεαλιστές. Όταν μιλάμε για ιδέες εννοούμε αυτές που μπορούν να ενταχθούν στα ευρωπαϊκά προγράμματα και να βγάλουν χρήμα. Κι όταν μιλάμε για ελευθερία, δεν μιλάμε για την πατρίδα που μας δώσατε, για τον Πενταδάκτυλο, τον Καραβά, το Δίκωμο, τη Λύση. Εμείς εννοούμε την ελευθερία από τις τράπεζες ή, πολλές φορές και την ατομική ελευθερία του εκδίδεσθε παντοιοτρόπως. Εξάλλου, έχουμε την ελευθερία μας στο διαδίκτυο, στην κοκαΐνη, στο εμπόριο λευκής σαρκός, στον τζόγο, στους εμπρησμούς, στους φόνους, στις απειλές ακόμα και βουλευτών…
Πού να διαταράσσει τώρα τη μακαριότητα των ψευδαισθήσεων μας ο Κυριάκος Μάτσης, με το: «Όχι. Δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας». Ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου: «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω». Ή, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Γνωρίζω ότι θα καταδικαστώ σε θάνατο. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος που ζητά την λευτεριά του». Εμείς, ούτε που ξέρουμε τι ζητούμε.