Όλγα Γιώτη… Χρυσοβίτσα… Πίνδος…
Γράφει
η Πέμυ Γκανά
... Φοβάμαι ...
Ο ορεινός όγκος της Πίνδου για πρώτη φορά με πνίγει.
Βαρύ το σημερινό ξημέρωμα, υγρασία και παγωνιά έχει έξω.
Απ το χάραμα έπιασαν οι καμπάνες να χτυπούν σαν δαιμονισμένες ...
Αντιλαλούν απ το Βοτονόσι και το Γρεβενίτι ως τη Χρυσοβίτσα.
Έδιωξα την μάνα και τον πατέρα.
- Φύγετε, τους είπα, και δεν θα συμβεί τίποτα.
Που να πήγαινα.
Είχα το ψωμί, δυο καρβέλια όλα κι όλα, πάνω στο φουρναριό.
Μόλις που πήρε και κατακάθισε η φλόγα και άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες.
Λυπήθηκα να τα κάψω, είναι το
τελευταίο μας αλεύρι.
«Στα βουνά» μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό, σαν αλύχτισμα σκύλου πλανιέται παντού.
«Στα βουνά χωριανοί»...
Που να τρέξω ...
Ακόμα πληγιασμένα τα πόδια μου και οι ώμοι.
Και η πλάτη μου σακατεμένη.
Περπάτησα εκεί που αρνήθηκαν μέχρι και τα μουλάρια να πάνε.
Η μια πίσω από την άλλη, χορός του Ζαλόγγου πραγματικός.
Φορτωμένες με τρόφιμα, και πυρομαχικά.
Για τον στρατό.
Και δεν είναι μόνο το σώμα που πονά, είναι αυτά που είδα, πάνω στα βουνά.
Κομματιασμένοι φαντάροι, λερωμένο χιόνι, λάσπη και αίμα μαζί.
Παγωνιά και οσμή θανάτου ...
Θάνατος...
Όλα τα δώσαμε για αυτόν τον τόπο ...
Τα νιάτα και την αθωότητα μας, την ψυχή και το σώμα μας, τους αγαπημένους μας, τις μανάδες και τους πατεράδες μας, τα παιδιά μας...
Και τώρα τι;
Βομβαρδίζουν την Ήπειρο ...
Τ’ αεροπλάνα.
Έρχονται τ’ αεροπλάνα...
Πονάει η καρδιά μου.
Φοβάμαι.
Ακούω την ανάσα μου βαριά, να κρυφτώ που; Νιώθω τα αίμα μου στις φλέβες καυτό να τρέχει γρήγορα.
Βγάζω τα καρβέλια ...
Μισοψημένα.
Ανάθεμα στον πόλεμο, δεν έχουμε κάτι άλλο να φάμε, τι θα δώσω στους γέρους αν τύχει και ζήσουμε.
Τίποτα δεν χάρηκα, είκοσι χρονών είμαι μόνο.
Τίποτα ..
Τυλίγομαι με ένα μακρύ σάλι και βγαίνω έξω.
Παγωνιά, πονούν τα πόδια μου και το χνώτο παγώνει.
Φεύγουν οι τελευταίοι.
- Άιντε Όλγα, μου φωνάζουν ...
-Μην με περιμένετε, τους απαντώ.
Τ’ αεροπλάνα πλησιάζουν.
Ο παπάς μόνος του χτυπά τη καμπάνα δυνατά.
Ματωμένα τα χέρια του απ το σκοινί.
«Παναγιά μου, σώσε τους ανθρώπους, δεν τους λυπάσαι;»… Της ουρλιάζει.
Τον λυπάμαι.
Άγριο το πρόσωπο του απ τον φόβο και τον πανικό.
Σφιγμένα τα δόντια, δεν παρατά την εκκλησιά του.
Σαν τις καλόγριες, της μονής...
Τους μήνυσαν να εγκαταλείψουν.
«Δεν φεύγουμε», απάντησαν, «θα πεθάνουμε μαζί με τον άγιο»...
Νιώθω την γης να τρέμει, τόσο χαμηλά πετούν τα αεροπλάνα...
-Άιντε κοπέλα μου.
Κάποιοι μου φωνάζουν ακόμη, τους βλέπω φιγούρες μακρινές που γυρνούν, κοντοστέκονται και τρέχουν πάλι προς στα βουνά.
Σαν αντίλαλος οι κραυγές.
Σκοντάφτω, πέφτω σε λάσπες.
Μα σηκώνομαι και πάλι.
Βάζω όλη μου την δύναμη ...
Φούσκωσαν οι φλέβες του λαιμού μου.
Ο χτύπος της καρδιάς μου θαρρώ πως ακούγεται σ όλο το χωριό.
Κλάμα; Είναι κλάμα παιδιού αυτό;
Σαν να απομονώνονται όλοι οι ήχοι και το παιδικό κλάμα ακούγεται καθαρά πια.
Ποιος κλαίει;
Με την άκρη του ματιού μου το βλέπω ...
Ξεχασμένο στις πλάκες τις πλατείας.
Κοντοστέκομαι, μικρό μωρό, ποιανού είναι;
Γυρνώ πίσω.
-Τι κάνεις; μην γυρνάς. Τρέχα Όλγα μας βομβαρδίζουν.
Οι χωριανοί μου φωνάζουν τάχα; ή ο εαυτός μου.
Γυρνώ πίσω.
Γονατίζω και το αγκαλιάζω.
Το τυλίγω με το σάλι και τρέχω.
«Σώπασε και δεν είσαι μόνο, δεν θα πεθάνεις μόνο, θα πεθάνουμε αγκαλιά», ψιθυρίζω.
Φωτιά παντού.
Θάνατος.
Πως γκρεμίζονται έτσι οι πέτρες; πως χαλούν τα σπίτια, πως πεθαίνουν έτσι άδικα οι άνθρωποι;
Φοβάμαι...
Δεν θέλω να πεθάνω...
Δεν θέλω να πεθάνω...
Δεν θέλω να πεθάνω…
Η Όλγα Γιώτη δεν πέθανε εκείνο το πρωινό.
Η Όλγα Γιώτη σώθηκε και έσωσε και το μικρό τότε παιδί.
Η Όλγα Γιώτη είναι η ανώνυμη ηρωίδα του πολέμου του 1940.
Την Όλγα Γιώτη δεν είχα την τιμή να την γνωρίσω προσωπικά, την γνώρισα μόνο μέσα από τις περήφανες αφηγήσεις των εγγονιών της, βλέπετε το όνομα της μνημονεύεται πια μόνο από τα παιδιά και τα εγγόνια της ...
Γιατί η λήθη έρχεται και καταπνίγει τα πάντα.
Τα ονόματα των ηρώων όμως πρέπει να παραμένουν ζωντανά.
Και η Όλγα Γιώτη ήταν μια ηρωίδα όπου με αυτοθυσία και αυταπάρνηση έβαλε το δικό της λιθαράκι σ αυτό το οικοδόμημα που το λέμε... πατρίδα...
Ελλάδα...