Η επόμενη προδοσία των διανοουμένων
Τα παράπονα για την «προδοσία των διανοουμένων», δηλαδή την ενδοτικότητα τους στους πειρασμούς της εξουσίας και της βίας, είναι στον αιώνα μας τουλάχιστον τόσο παλιά όσο και το ξακουστό βιβλίο του Julien Benda (1927). Όπως έπρεπε να αναμένεται, ακούστηκαν και πάλι με ιδιαίτερη ένταση μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Γιατί πολύ συχνά και για πολύν καιρό συνέδεσαν πολλοί διανοούμενοι, και όχι πάντα οι πιο ασήμαντοι, είτε ως απολογητές, είτε (οι πιο δειλοί) ως συνοδοιπόροι, τις ελπίδες τους και τις προσωπικές ηγετικές τους αξιώσεις με την πορεία του κομμουνιστικού πειράματος. Οι πλείστοι επιζώντες πασχίζουν τώρα, τύπτοντας επιδεικτικά τα στήθη ή μεθερμηνεύοντας κατ’ αρέσκεια τις προγενέστερες φράσεις και πράξεις τους, να κάμουν τα γινωμένα αγίνωτα και έτσι να διατηρήσουν τη θέση τους μέσα στο ανθηρό παζάρι της πνευματικής ζωής. Απέναντι στις αυτομαστιγώσεις ή στις αλχημείες τους ορθώνεται η έπαρση και η κάποτε ιεροεξεταστική προπέτεια εκείνων οι οποίοι εξ αρχής είχαν επιλέξει το «σωστό» (κατά την ετυμηγορία του 1989) στρατόπεδο. Και ανάμεσα στους τελευταίους συχνότατα προπετέστεροι είναι όσοι γεννηθήκαν και εμφανίσθηκαν δημοσίως με αρκετή καθυστέρηση, ώστε να ταχθούν εγκαίρως και ακίνδυνα με τον νικητή.
Η διαφορά ανάμεσα σε μετανοούντες (φιλο)κομμουνιστές και θριαμβεύοντες δυτικόφρονες είναι, όπως λέγεται συνήθως, ότι οι πρώτοι ήσαν διατεθειμένοι να παραβλέψουν ή και να χαιρετίσουν την απανθρωπία, αρκεί να διαπραττόταν στο όνομα της Ουτοπίας, ενώ οι δεύτεροι, με τον αντιουτοπικό πραγματισμό τους, υπηρέτησαν την φιλελεύθερη υπόθεση της αφιλάνθρωπης ανοχής. Αν όμως δούμε τα πράγματα σε μια διαφορετική προοπτική, αυτή η υποκειμενικά αισθητή αντίθεση επισκιάζεται από μιαν αντικειμενική ομοιότητα. Οι «προοδευτικοί», δηλ. δεχόμενοι την φιλοσοφία της ιστορικής προόδου, διανοούμενοι συμπαρατάχθηκαν με τη στρατευμένη Ουτοπία πιστεύοντας ότι η Ουτοπία θα γίνει στο μέλλον πραγματικότητα, άρα ότι η Ιστορία θα τους δικαιώσει. Και οι δυτικόφρονες διανοούμενοι μέμφονται σήμερα με τόση αυτοπεποίθηση τις αμαρτίες της αντίπαλης πλευράς επειδή φρονούν ότι, το αργότερο το 1989, η Ιστορία έδωσε δίκιο σ’ αυτούς. Και στις δύο περιπτώσεις η παγκόσμια Ιστορία εμφανίζεται, καθώς είπε ο Schiller, ως το παγκόσμιο δικαστήριο, και στις δύο επίσης επιστρατεύεται η αντίληψη ότι ο τρόπος, με τον όποιο η εκάστοτε παράταξη κατανοεί τον εαυτό της, εκφράζει ιδεατά την αντικειμενική πορεία της ιστορίας. Όπως η μαρξιστική μυθολογική διαλεκτική ταύτιζε την αυτογνωσία του προλεταριάτου με την αυτογνωσία της Ιστορίας στην τελική της φάση, έτσι νομίζουν σήμερα οι «φιλελεύθεροι» διανοούμενοι ότι η αυτοκατανόηση της Δύσης (οι «αξίες» της) θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση ενός κοινωνικού προγράμματος οικουμενικά εφαρμόσιμου και να οδηγήσει στο αίσιο τέρμα της την οικουμενική Ιστορία.
Έτσι, η αυτοκατανόηση της Δύσης εκβάλλει σε μιαν οικουμενική αξίωση. Όσοι διανοούμενοι ενστερνίζονται δυτικές αξίες (ανθρώπινα δικαιώματα, ανοχή κ.τ.λ.) προασπίζουν επομένως όχι απλώς μια παρούσα πραγματικότητα, αλλά και ένα μελλοντικό όραμα, θέλουν δηλ. να πραγματωθεί σε παγκόσμια κλίμακα η κοινωνική οργάνωση της Δύσης. Και καθώς στον νου τους, ήδη για πολεμικούς λόγους, κυριαρχεί η αντίθεση «ελευθερία-ολοκληρωτισμός», δεν συνειδητοποιούν ούτε την καταγωγή του οράματος τους από ορισμένη φιλοσοφία της ιστορίας ούτε τη συνάφεια της προσφιλούς τους πανανθρώπινης κοινωνίας με οικουμενιστικές ουτοπίες – και πρώτα-πρώτα την μαρξιστική, η οποία αρχικά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια παραλλαγή ενός ονείρου του αστικού φιλελευθερισμού: εννοώ το όνειρο της πολίτικης και ηθικής ενοποίησης του κόσμου υπό την αιγίδα μιας ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας. Όμως οι δυτικόφρονες διανοούμενοι, καθώς έχουν συνηθίσει να ταυτίζουν την αντιουτοπική με την αντικομουνιστική τοποθέτηση, ούτε μπορούν ούτε και θέλουν να αντιληφθούν την ουτοπική διάσταση των δυτικών επαγγελιών, που τώρα οφείλουν να πραγματωθούν. Έξι, οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι θα πρέπει να καταναλώνουν κατά κεφαλή τόσα, όσα και οι μακάριοι στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, και θα μπορούν να εγκατασταθούν όπου θέλουν, γιατί ο ψυχρός εμπορικός υπολογισμός και η τρυφερή συναινετική-επικοινωνιακή κουλτούρα θα συμβάλουν εξίσου, όπως πιστεύεται, στην κατάργηση συνόρων και πολέμων. Σε σύγκριση με τέτοιες προοπτικές, Οι ουτοπίες του More και τουBacon, αλλά εν μέρει και τα σοσιαλιστικά κοινωνικά οράματα στις αρχές του 20ού αι., μοιάζουν με επαρχιακές σπαρτιατικές κοινότητες. Η σημερινή δυτική επαγγελία για το μέλλον είναι απείρως ριζοσπαστικότερη, τόσο ως προς την οικουμενική της έκταση όσο και ως προς το υλικό της περιεχόμενο. Όποιος την δέχεται, έχει αποδεχθεί, είτε το ξέρει είτε όχι, μια καινούργια Ουτοπία εδραζόμενη σε ορισμένη φιλοσοφία της Ιστορίας.
Τις συνάφειες αυτές τις αποκρύπτει συνήθως ο μονομερής προσανατολισμός του ενδιαφέροντος προς την ηθική πλευρά των προβλημάτων. Οι διανοούμενοι ήσαν πάντοτε πρωταρχικά κήρυκες αξιών, και γι’ αυτό χαιρετίζουν την ουτοπική κοινωνική επαγγελία της Δύσης υπό ηθική έννοια, δηλ. ως άρνηση κάθε «ολοκληρωτισμού» μέσω ατομικιστικά εννοουμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω της ειρηνικής ρύθμισης των συγκρούσεων κ.τ.λ. Καθώς η στράτευση εμπνέεται από ηθικές αντιλήψεις, συχνά οι ίδιοι διανοούμενοι, οι όποιοι υπεραμύνονται των αξιών της Δύσης, κατά τα άλλα επικρίνουν την ίδια αυτή Δύση, γιατί λ.χ. θεωρούν το οικονομικό της σύστημα ολέθριο από οικολογική και ανθρώπινη άποψη. Η διχοτομία αυτή είναι ψυχολογικά κατανοητή (το κρέας το θέλει κανείς, αλλά χωρίς τα κόκαλα), όμως ιστορικά και κοινωνιολογικά παραμένει έωλη. Ακόμα και με κίνδυνο να σκανδαλίσουμε τους ηθικολόγους μας, δηλ. τους ιδεολόγους της δίκης μας κοινωνίας, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι οι οικουμενικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι όποιες αποδίδουν ίση αυτονομία και αξιοπρέπεια σε όλα τα άτομα ως άτομα, μπορούν να ευδοκιμήσουν μονάχα σε κοινωνίες όπου ένας εξαιρετικά διαφορισμένος καταμερισμός της εργασίας κατακερματίζει το σύνολο σε άτομα και όπου μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση κινούνται σε υψηλότατα επίπεδα. Αν εκλείψουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε θα συρρικνωθούν αναγκαία οι ελεύθεροι χώροι, μέσα στους όποιους ανθίζουν η ατομική αυτοπραγμάτωση, ανοχή, συναίνεση κ.τ.λ. Τέτοιες αρχές και στάσεις είναι τα συμπαρομαρτούντα μιας διασφαλισμένης ευημερίας, όπου για κανέναν δεν είναι υπαρξιακά κρίσιμο το τι πιστεύει ή τι κάνει ο πλησίον του.
Μερικοί διανοούμενοι διαισθάνονται την εσώτερη συνοχή μιας τέτοιας ηθικής και μιας τέτοιας οικονομικής οργάνωσης, όμως την διατυπώνουν με αισιόδοξα πρόσημα. Υπερασπίζουν λοιπόν κατ’ αρχήν το δυτικό σύστημα (και βλέπουν μάλιστα σήμερα πολύ επιεικέστερα ακόμα και τον «αμερικανισμό») και τις μελλοντικές του προοπτικές στο όνομα πανανθρώπινων ηθικών άξιων, καταδικάζουν κάθε απαισιόδοξη πρόγνωση για τον δυτικό πολιτισμό και καταγγέλλουν την απόρριψη της δυτικής αποθέωσης του «χρήματος» ως νοσταλγία της φασιστικής ρητορικής, η οποία αντιπαρέθετε επίσης στο «χρήμα» το «αίμα και χώμα». Έτσι, αφήνουν την παραδοσιακή αριστερή κριτική του καπιταλισμού να τη νέμεται η ευρωπαϊκή «Νέα Δεξιά», χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι και οι ίδιοι απλώς θητεύουν σε μια τετριμμένη (την αισιόδοξη) φιλοσοφία της ιστορίας. Το νόστιμο είναι ότι ανάμεσα τους συναντώνται πολλοί, οι όποιοι ως χθες ακόμη πιπίλιζαν τα ιδεολογήματα της «αλλοτρίωσης» και κρατούσαν παραμάσχαλα τα «Οικονομικά-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» του νέου Marx, όμως μέσα στο κλίμα του 1989 έκαναν το -προδιαγραφόμενο από καιρό- τελευταίο βήμα προς τη συμφιλίωση τους με το «σύστημα», με την «ελεύθερη αγορά» κ.τ.λ. Πηγή εμπνεύσεως ήταν και στην περίπτωση αυτή ό,τι ονομάζεται από τους νομικούς «κανονιστική ισχύς του πραγματικού». Μετά το ναυάγιο της Ουτοπίας της Ανατολής τα εξημερωμένα κατάλοιπα της «Αριστεράς» ενστερνίστηκαν έτσι την Ουτοπία της Δύσης και δίχως πολλά-πολλά αντάλλαξαν τον αριστερό «αντιφασισμό» με τον φιλελεύθερο «αντιολοκληρωτισμό». Θα διαψευσθούν για δεύτερη κατά συνέχεια φορά, αν η οικουμενική επικράτηση της δυτικής οικονομίας και ηθικής δεν συνεπιφέρει την πραγμάτωση της αντίστοιχης Ουτοπίας, αλλά τρομακτικούς αγώνες κατανομής και καταστροφές πλανητικού βεληνεκούς. Ωστόσο, οι διανοούμενοι δεν είναι σε θέση να συλλάβουν επιστημονικά τους μηχανισμούς της ετερογονίας των σκοπών μέσα στην ιστορία· απλώς παράγουν τα ιδεολογικά συνθήματα, μέσω των οποίων λειτουργούν αυτοί οι μηχανισμοί. Γι’ αυτό και η προδοσία είναι η μοίρα τους, αν με τον όρο «προδοσία» εννοήσουμε, πέρα από την υπόκλιση μπροστά στον εκάστοτε νικητή, τη διάσταση ανάμεσα στον κεκηρυγμένο σκοπό της στράτευσης και στη μακροπρόθεσμη έκβαση των ιστορικών εξελίξεων.
Παναγιώτης Κονδύλης
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα», Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα», Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000