ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Από τον Κώστα Μπιλίρη
ΠΩΣ ΤΑ ΠΕΡΑΣΑΤΕ;
Μονόλογος
Επιστρέψατε; Από τις καλοκαιρινές διακοπές εννοώ. Α εντάξει, επιστρέψατε. Και τώρα τι ακριβώς κάνετε; Α μάλιστα. Ανεβοκατεβαίνετε στις ζυγαριές και
κοιτάζετε συνεχώς
στον καθρέπτη. Και μείς.
Για πέστε μου. Είστε τσουρουφλισμένοι; Και μείς. Η κουνιάδα μου να δείτε! Γύρισε κατάμαυρη. Και μια αγριόφατσα! Πήγε να χαϊδέψει τη μικρή μου κόρη
και το παιδί κατατρόμαξε. Έβγαλε τη χρυσή από το φόβο του.
Γενικώς πώς περάσατε εις τα εξοχάς; Α, είστε ακόμη μεταξύ εκεί και δω, κο- ντρολάρετε
υποχρεώσεις, που ανακύπτουν και συμμαζεύεστε. Και μείς.
Τι είπατε; Δυσκολεύεστε να προσαρμοσθείτε; Και μείς. Είναι καταστάσεις που ακολουθούν τις διακοπές. Έτσι
λένε οι ψυχολόγοι. Νευράκια πολλά, τάση να βρείτε νέες ισορροπίες,
να βρείτε κάτι να ξεσπάσετε,
κάτι να σπάσετε,
να βρείτε διεξόδους. Ξέρω, ξέρω. Σπάσατε μερικά
ποτήρια, κάνα –δυο φλιτζάνια, κλοτσήσατε και τις γλάστρες, που βρήκατε
κατάξερες και απότιστες.
Και μείς. Όχι. Γλάστρες δεν είχαμε. Τις σπάσαμε
από πρόπερσι.
Πάει λοιπόν και αυτό το καλοκαίρι.
Και όλα κύλησαν στο ρυθμό και στα πρότυπα του περσινού καλοκαιριού. Πήραμε την άδεια και το σχετικό επίδομα, πήραμε φόρα για νέες συγκινήσεις και απολαύσεις, πήραμε τον αέρα μας, πήραμε μερικά κιλά παραπάνω
και γυρίσαμε. Α, ναι. Πήραμε και μερικούς αριθμούς τηλεφώνων από νέες προκύψασες γνωριμίες, που δεν πρόκειται
ασφαλώς να τους σχηματίσουμε ποτέ με τα δάχτυλα μας. Δώσαμε και το δικό μας. Μέσα στις εντάσεις των γνωριμιών, και στις προσφορές
καλής θέλησης που δημιουργούνται, ανταλλάσσονται και οι αριθμοί τηλεφώνων. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε κάποια Τζένη, να τηλεφωνήσει
κανείς.
– Έλα γεια σου μωρέ, τι κάνεις; Είμαι ο Ντουντούκος. Ο ψηλός
ντε. Ο παίδαρος, που φάγαμε παγωτό.
Θες να βγούμε κάνα βραδάκι;
Άντε να θυμηθεί η κάθε Τζένη τέτοιες λεπτομέρειες!
Κατά τα
άλλα, πώς περάσατε; Πώς; Α, ναι, ξέρω. Πολυκοσμία, συνωστισμός, ακρίβεια, έλλειψη κατανόησης. Και όσο για ησυχία, που είναι προϋπόθεση της ηρεμίας, τι να τα λέμε; Πλήρης έξαρση της ατομικής ελευθερίας. Όποια ώρα ήθελε ο κάθε μηχανόβιος, πάταγε γκάζι και η ταχυπαλμία
σου ξεπερνούσε όλα τα όρια της ταχύτητας.
Όποτε κάπνιζε του κάθε μαντράχαλου, άνοιγε το τρανζίστορ στο φουλ να απολαύσει τους δήμιους των αυτιών μας και άντε εσύ μετά να κλείσεις μάτι. Και τι να πεις; Να του διαμαρτυρηθείς; Το ανοίγει
κι άλλο και σου
λέει. Εδώ είναι εξοχή, όχι νοσοκομείο.
Μωρέ νοσοκομείο είναι και της χειρότερης μορφής.
Τρελάδικο.
Κι αν επιτρέπεται, τι προγραμματίζετε για το επόμενο καλοκαίρι; Πώς; Το σκέφτεστε; Εγώ καθόλου. Παίρνω τα όρη πίσω μου και τα βουνά μπροστά
μου. Αμέ!
Στα όρη, στ’ άγρια βουνά. Με τους λύκους; Ε, ναι μωρέ. Ξέρετε πόσο πιο χαριτωμένος είναι ο λύκος από μερικούς εγχώριους γαμπρούς της παραλίας και από μερικές νυμφομανείς τουρίστριες; Πόσο πιο
απαλό είναι το ουρλιαχτό του από την εξάτμιση
της μοτοσικλέτας; Πόσο λιγότερο αρπακτικός είναι
από τον παραλιακό μαγαζάτορα;
Πώς; Είπατε κάτι; Α!
– Οι μαγικές ακρογιαλιές και οι γαλανές θάλασσες;
– Για τους τουρίστες
κύριε.
– Και οι καυτές αμμουδιές
με τα ζεματιστά
χαλίκια;
– Για τους ντεμί αναστενάρηδες.
– Και τα παιχνίδια με ταχύπλοα;
– Για τους τρελάρηδες.
– Και το ξάπλωμα του κορμιού
απέναντι στον ήλιο για μελαχρινοποίηση;
– Μιλάς για το τσουρούφλισμα του φλοιού μας, κοινώς μαύρισμα; Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει
να μαυρίζω το καλοκαίρι και να ξασπρίζω το χειμώνα; Γιατί, θα ξοδεύω τόσες ώρες για τέντωμα πάνω στα χαλίκια και τόσα λεφτά για κρέμες και αντηλιακά,
προκειμένου να μοιάζω
μιγάδας;
Όσοι και όσες μας προτιμούν
σκούρους, ας φορέσουν
μαύρα γυαλιά.