28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
Σήμερα παρά τις δύσκολες στιγμές που περνάμε όλοι μας, ας σηκώσουμε την Ελληνική μας Σημαία στα μπαλκόνια μας, ας έχουμε το ηθικό μας υψηλό παρά τις δυσκολίες (θυμούμενοι τις θυσίες των παππούδων μας στο Έπος του ’40) & ας μεταφέρουμε στα παιδιά μας τη φλόγα του Έθνους.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και καλή δύναμη σε όλους. Μακάρι σύντομα να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για όλους μας και να νοιώσουμε όπως ένιωσαν οι πρόγονοί μας την πρώτη μέρα της Απελευθέρωσης.
Με την ευκαιρία της Εθνικής μας επετείου παρουσιάζουμε σήμερα μαρτυρία ενός Ρουμελιώτη αγωνιστή που βρίσκεται εν ζωή (99 ετών) του Μπάρμπα-Γιώργου Σιορόκου όπως την διηγήθηκε στον Γιό του Βασίλη.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ 1940
ΣΙΟΡΟΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΣΠΥΡΟΥ
Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος του 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο Μεσολόγγι, στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, 1ος Λόχος, β΄Διμοιρία.
Το 39ο Σύνταγμα ευζώνων με Διοικητή το Συνταγματάρχη Τζουμέρκα, πήρε εντολή να κινηθεί αμέσως προς το Μέτωπο. Ξεκινήσαμε με μουλάρια και άλογα, με άθλιες καιρικές συνθήκες, βαρύ χειμώνα, πλημμύρες, χιόνια και φθάσαμε στα Γιαννενα. Προχωρούσαμε τις νύχτες και τις μέρες κρυβόμασταν. Είχαμε έλλειψη σε άρβυλα λόγω φθοράς και χωρίς τη δυνατότητα αντικατάστασης (τα δέναμε με σύρμα αφού είχαν λιώσει). Η ψείρα άρχισε νωρίς να μας κυριεύει. Από τα ζώα άρχισαν να φεύγουν τα πέταλα. Φθ΄σαμε στο Μέτωπο και προσκολληθήκαμε στο Μεταγωγικό Σώμα, 3ο Τάγμα, 1ος Λόχος σε ένα χωριό που λεγόταν Δυρμάδες. Βγήκαμε από τις σκηνές για να πάρουμε τσάι και κουραμάνα και εκείνη τη στιγμή οι Ιταλοί άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Τρέξαμε να βρούμε μέρος απυρόβλητο, όπως βράχια και σπηλιές για να κρυφτούμε. Χαθήκανε εκεί πολλοί στρατιώτες και ζώα. Ήμουν με τους συμπατριώτες μου Σεραφείμ Τσούτσουρα από Αγαλιανό και Ευάγγελο Τσίκνα από Καταβόθρα και προχωρούσαμε προς τη θέση Κάριανη. Εκεί έμαθα ότι οι κοντοχωριανοί μου Γιώργος Πεζούλας και Νικόλαος Παπαϊωάννου από τα Αλέστια σκοτώθηκαν…
Στις 8 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Πήραμε εντολή να κατευθυνθούμε πτρος τα εκεί. Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και προχωρούσαμε με μεγάλες δυσκολίες. Χιόνιζε ασταμάτητα. Κατευθυνθήκαμε προς το Ύψωμα Παπακώστα από όπου είχαν οπισθοχωρήσει οι Ιταλοί…
Ο σκοτωμός του Τσίκνα
Τα χαράματα και ενώ πλησιάζαμε προς την κορυφή, για να μπούμε σε εγκαταλειμμένο Ιταλικό φυλάκιο, δεχθήκαμε τα πρώτα πυρά από Ιταλούς με όλμους. Οπισθοχωρήσαμε και μπήκαμε, όσοι προλάβαμε, σε απυρόβλητο μέρος. Ο Τσίκνας και ο Τσούτσουρας, που ήμασταν παρέα, μείνανε πίσω και μπήκανε μέσα σε λαγούμια. Όμως οι Ιταλοί τους είχαν επισημάνει και οι οβίδες έπεφταν βροχή. Ήταν μεσημέρι. Είχαν κοπάσει τα πυρά των Ιταλών και πήραμε την απόφαση να βοηθήσουμε αυτούς που ήταν στα λαγούμια, γιατί εκεί ήταν και τραυματισμένοι. Εγώ και άλλοι τρεις στρατιώτες, με την κάλυψη των υπολοίπων, επιχειρήσαμε να τους βοηθήσουμε. Ήταν πολύ επικίνδυνο να πραγματοποιηθεί αυτό, όμως το αποτολμήσαμε και με χίλιες προφυλάξεις πλησιάσαμε. Οι Ιταλοί άρχισαν να μας κτυπούν. Πέσαμε όλοι κάτω. Ο Τσούτσουρας, ο Τσίκνας και οι άλλοι που ήταν στα λαγούμια έκλαιγαν. Τους δώσαμε θάρρος και άρχισε η οπισθοχώρηση προς ασφαλές σημείο, πίσω από κάτι βράχια, μεταφέροντας και τους τραυματίες. Μια οβίδα των Ιταλών πέφτει κοντά μας και ο Βαγγέλης Τσίκνας σκοτώνεται ακριβώς δίπλα μου (χώρισε το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα).
Ήταν 18 Φλεβάρη του 1941. Εκεί δεν είχαμε άλλο θύμα εκτός από τον Τσίκνα. Το βράδυ βγάλαμε φυλάκιο, αλλά ήμασταν βρεγμένοι, νηστικοί, άγρυπνοι και εξαντλημένοι. Έκανε πολύ κρύο. Άρχισε να βρέχει και στη συνέχεια να χιονίζει. Δεν αντέξαμε, μας πήρε ο ύπνος καταγής μέσα στη βροχή και στο χιόνι. Έβαλα μια πέτρα στη μέση μου για να περνάει το νερό. Με το πρώτο φως είδαμε ότι κοιμόμασταν μαζί με σκοτωμένους συναδέλφους μας. Άλλον τον είχα μαξιλάρι και άλλον από τα πλάγια. Η χλαίνη μου ήταν γεμάτη αίματα. Τελικά οπισθοχώρησαν ολοκληρωτικά οι Ιταλοί και εγκατασταθήκαμε στο Ύψωμα Παπακώστα.
Από εκεί πήραμε εντολή να προχωρήσουμε προς το Τεπελένι, όπου μαίνονταν οι μάχες. Ενισχυθήκαμε με διμοιρία με επικεφαλής το λοχαγό Μπερσίμη από το Αιτωλικό. Εκεί ανταμωθήκαμε με το Γιώργο Σκούρα, οπλοπολυβολητή από την Κυραβγένα Αγρινίου. Με τον Σκούρα είχαμε παρεξηγηθεί πριν κηρυχθεί ο πόλεμος και δέχθηκα την απειλή «να μην γίνει ποτέ πόλεμος όσο υπηρετούμε, θα σε σκοτώσω». Η παρεξήγηση έγινε από ρουφιανιά και το φταίξιμο ήταν δικό μου που δεν το ερεύνησα. Όμως κάτω από αυτές τις συνθήκες αγκαλιαστήκαμε και συγχωρεθήκαμε.
Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας.
Προχωρούσαμε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ξεπερνούσε τους 80 πόντους. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας. Σε μια στιγμή βλέπω το Γιώργο Σκούρα να εγκαταλείπει το οπλοπολυβόλο, πέφτοντας νεκρός. Παίρνω εγώ το οπλοπολυβόλο. Το Ιταλικό φυλάκιο μαζί με το δικό μας ήταν γύρω στα 400 μέτρα. Ο λοχαγός Μπερσίμης μας διατάσσει επίθεση. Αυτός όμως γύρισε πίσω και κρυβότανε. Εμείς που τον ξέραμε του κάναμε παρατήρηση, φοβήθηκε μήπως του γίνει αναφορά και συμμορφώθηκε. Δυστυχώς υπήρξε και αυτό από Έλληνα στρατιωτικό, ευτυχώς μεμονωμένο.
Στο Τεπελένι ήμασταν στο ίδιο Τάγμα αλλά σε άλλο λόχο με τον κοντοχωριανό μου Τσερπέλη Αριστείδη από τα Αλέστια. Αργότερα έμαθα ότι στις 27 Φλεβάρη του 1941 ο Αριστείδης σκοτώθηκε στο ύψωμα Γκόλικο.
Το κρύο ήταν τσουχτερό, το χιόνι δυνάμωνε, τα πόδια μας σιγά – σιγά άρχισαν να μην μας κρατούν, από το κρύο δεν τα ορίζαμε. Γίνεται η επίθεση, καταλαμβάνουμε το φυλάκιο των Ιταλών. Τριάντα (30) Ιταλοί συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Σε μια στιγμή ησυχάσαμε και από τις δυο πλευρές. Εκεί που ήμασταν ακουμπισμένοι στον τοίχο μαζί με έναν συνάδελφο έρχεται μια ριπή από πολυβόλο. Πέφτει νεκρός ο συνάδελφος. Εμένα μια σφαίρα μου έκοψε την επωμίδα από τη χλαίνη. Ο συνάδελφος ήταν άγνωστος σε μένα.
Σε μια στιγμή βλέπω έναν Ιταλό να έρχεται καταπάνω μας με μια χειροβομβίδα στο χέρι του, αλλά τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα και δεν μπόρεσε να τραβήξει την περόνη. Τον ακινητοποιήσαμε και τον πιάσαμε αιχμάλωτο. Μετά προχωρήσαμε προς τη θέση Δόντι, μια πλαγιά όλο χιόνι. Ήμασταν κάπου 150 στρατιώτες. Μείναμε γιατί ήμασταν εκτός μάχης, μας είχαν κυριέψει τα κρυοπαγήματα. Οι άλλοι προχώρησαν. Οι Ιταλοί είχαν επισημάνει το μέρος και μας βάλανε συνέχεια με το πυροβολικό. Όμως κάποια βλήματα δεν σκάγανε. Το πρωί που ξημέρωσε από τα 150 άτομα που ήμασταν, μείναμε κάπου 100. Οι άλλοι ξυλιασμένοι από την παγωνιά και σκοτωμένοι από τις οβίδες.
Δοκιμάσαμε μήπως μπορούσαμε να περπατήσουμε, αλλά ήταν αδύνατο. Βάλαμε τα όπλα χιαστί και κυλάγαμε μέσα στο χιόνι κάπου 300 μέτρα.
22 Μαρτίου 1941. Μας βάζουνε στα ζώα και μας μεταφέρουν στο Αργυρόκαστρο. Ο Κώστας ο Μουτόπουλος από τον Αγαλιανό, τραυματιοφορέας μου έδωσε μια προβιά να τυλιχτώ και από εκεί με φορτηγά μας μετέφεραν στα Γιάννενα. Εκεί μου ήμουν στο κρεβάτι μου λέει ένας στρατιώτης εμπιστευτικά «επουδενί, να μην δεχτείς να σου κόψουν τα πόδια. Αν μπορείς γύρνα μπρούμυτα και δες από το παράθυρο τον ακάλυπτο χώρο». Με μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσα να γυρίσω μπρούμυτα, στήριξα τα χέρια μου, σήκωσα ελαφρά το σώμα μου, το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Βλέπω έναν λάκκο μεγάλο, γεμάτο από ανθρώπινα πόδια μαζί με άρβυλα και γκέτες.
Όταν ήρθε η σειρά μου για το χειρουργείο οι γιατροί μου λένε ότι τα πόδια μου είναι σε κακά χάλια. Αν τα αφήσουμε θα πεθάνεις. Τους λέω: «Θέλω να πεθάνω με τα πόδια μου. Με καμία δύναμη δεν θα μου τα πειράξετε». Αυτοί επέμειναν, αλλά η δική μου φωνή ακούστηκε σε όλο ο νοσοκομείο. Θέλω να με διώξετε για το Αγρίνιο που είναι κοντά η μάνα μου και οι αδελφές μου να με βοηθήσουν. Τότε έφαγα μια σπρωξιά από στρατιωτικό γιατρό και εκεί συνειδητοποίησα τι σήμαινε για μερικούς να θυσιαστείς για την πατρίδα.
Ένοιωσα τόσο μεγάλη απογοήτευση και ταπείνωση, αλλά μέσα μου κάτι μου έλεγε ότι έχεις πίσω μια μάνα και δυο αδελφές χωρίς κανένα στήριγμα, αφού ο πατέρας μου με τη γρίπη του 1919 πέθανε κι εγώ τότε ήμουν 3 μηνών και δεν τον γνώρισα. Ο πατέρας μου είχε πάει στην Αμερική αλλά με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γύρισε πίσω να βοηθήσει την πατρίδα αλλά τον βρήκε η γρίπη.
Με μεγάλη λύπη έφτασε στα αυτιά μου ότι οι κάποιοι στρατιωτικοί γιατροί ήταν γερμανόφιλοι. Αφού δεν πέρασε το δικό τους, την άλλη μέρα με βάλανε στο αυτοκίνητο και με πήγανε στο Αγρίνιο, από εκεί στο Μεσολόγγι και μετά στο Νοσοκομείο στο Λουτράκι (Ξενοδοχείο που είχε μετατραπεί σε Νοσοκομείο).
Στα Γιάννενα και πριν φύγω έμαθα ότι ο Κώστας ο Μουτόπουλος από τον Αγαλιανό που μου είχε δώσει την προβιά για μην κρυώνω, είχε σκοτωθεί στο Τεπελένι. Έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα το Θεό να γλυτώσουν τα πόδια μου. Από ποδόλουτρα και φωτόλουτρα που μου κάνανε, άρχισε να κυκλοφορεί το αίμα. Άρχισαν φρικτοί πόνοι. Το κρεβάτι που με είχαν ήταν σιδερένιο και το λύγισα, πολλές φορές λιποθυμούσα από τους πόνους. Στο θάλαμο που ήμουν ήταν γιατροί από την Κρήτη. Πολύ καλοί με υπομονή και κατανόηση…
Σε έναν μήνα στάθηκα στα πόδια μου και άρχισα να κάνω τα πρώτα βήματα. Σε δυο μήνες είχα σημαντική βελτίωση και έφυγα για το χωριό μου, τη Φτελιά. Όταν αντίκρισα τη μάνα μου, τις αδελφές μου, το σπίτι μου, η χαρά μου και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Δεν ήξεραν αν ζω ή είχα πεθάνει. Με τι μέσα τότε να επικοινωνήσεις. Σε εμάς την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε τίποτα.
Ακολούθησε μια μακρόχρονη προσπάθεια για αποκατάσταση της υγείας μου, γιατί ήταν αδύνατο να εργαστώ. Με εμπειρικά μέσα, όπως βδέλλες, ζεμπελίνα (φυτό με ισχυρές καυστικές ιδιότητες και επικίνδυνες παρενέργειες) και με τη βοήθεια του Κώστα του Πρωτόγερου από τις Καλύβες Αλεστίων ( με ένα κέρατο από βόδι που είχε κάνει ένα μικρό άνοιγμα στην άκρη, προσπαθούσε να τραβήξει με το στόμα το αίμα από τα πόδια και να βελτιώσει την κυκλοφορία του). Η εμπειρική αυτή αγωγή διήρκεσε αρκετά χρόνια με φρικτούς πόνους στα πόδια μου και μόνο με τη βοήθεια των δικών μου.
Στην προσπάθειά μου να βγάλω αναπηρική σύνταξη, όταν τελείωσε ο πόλεμος, συνάντησα τις πόρτες της πατρίδας μας κλειστές. Από ποιους άραγε; Από αυτούς που πολεμούσαμε μαζί στο Μέτωπο, ή από αυτούς που ήθελαν να μου κόψουν τα πόδια. Δυστυχώς πολλοί χωρίς να έχουν πιάσει όπλο και χωρίς κανένα πρόβλημα βρέθηκαν με αναπηρική σύνταξη.
Αργότερα στο χωριό έμαθα ότι τον Απρίλιο σκοτώθηκε στο Πλατύ Σιάνου, στην Γκριμπάλα, κοντά στο Τεπελένι ο Ευάγγελος Πρωτόγερος από τα Αλέστια ( 16-4-1941).
Δοξάζω το Θεό που έζησα, παρόλο που πέρασα τόσα. Πόλεμος, κακουχίες, πείνα, ψείρες, κρυοπαγήματα, διαμπερές τραύμα στον εμφύλιο…
Ενενήντα (99) χρονών σήμερα (2016) είμαι όρθιος και υγιής. Καμαρώνω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Προσεύχομαι για τις ψυχές των συμπολεμιστών μου που χάθηκαν στο Μέτωπο και εύχομαι στις νεότερες γενιές ποτέ να μην ζήσουν τέτοια γεγονότα.
( Βασίλης Σιορόκος )