Ο Βασιλιάς και το τρελό νερό
(Απόσπασμα από το «Ευλογημένο Καταφύγιο» του Φώτη Κόντογλου)
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας σουλτάνος, καλός και δίκαιος και είχε έναν βεζίρη, που ήτανε και αυτός καλός και ήταν κι αστρολόγος.
Μια μέρα ο βεζίρης λέγει του σουλτάνου, πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πως θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελό, και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελαίνεται.
Και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά τους θα πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους, και δεν θα νιώθουνε πια τίποτα, μήτε τι είναι σωστό και τι είναι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι άνοστο, μήτε τι είναι δίκαιο και τι άδικο.
Σαν τ’ άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος γυρίζει και λέγει στον βεζίρη: Αφού θα τρελαθεί όλος ο κόσμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελαθούμε κι εμείς, γιατί αλλιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιοσύνη;
Του λέγει ο βεζίρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θα ‘πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε, και να το φυλάξουμε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλασμένο και κρίνουμε παλαβά κι άδικα, μα δίκαια, όπως έχουνε χρέος.
Έτσι κι έγινε. Σε λίγον καιρό έβρεξε στ’ αλήθεια, και το νερό ήτανε τρελό νερό, και τρελαθήκανε όλοι οι άνθρωποι, και δεν γνωρίζανε οι καημένοι τι τους γίνεται, και είχανε το ψεύτικο για αληθινό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκαιο. Μα ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο, και δεν τρελαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη.
Μα ο κόσμος τα ‘βλεπε ανάποδα και δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζίρη και φωνάζανε πως τους αδικούνε και κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση. Μετά από καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζίρης, χάσανε το κουράγιο τους, και λέγει ο σουλτάνος στο βεζίρη:
Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσανε τα φρένα τους και τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί να μας σκοτώσουν επειδή θέλουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζίρ αφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες, και να πιάσουμε να πίνουμε κι εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς και τότε θα μας καταλαβαίνουνε και θα μας αγαπάνε. Έτσι κι έγινε.
Ήπιαν και αυτοί από το παλαβό νερό και τρελαθήκανε, και κρίναμε τρελά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμεινε ευχαριστημένος και πολυχρονίζανε τον σουλτάνο.