"Κάποτε όλη μέρα εργασία.
Τώρα μέρα νύχτα ...αμασία,
γιατί αυτή η ηγεσία
που μας έταξε ...αμβροσία
έριξε στην αφασία.
Πάει χαμένη η θυσία
κι ο κοσμάκης Ζητιανεύει
φαγητό στην εκκλησία"!!!
Περισσότερα στο κείμενο του Κώστα Μπιλίρη που ακολουθεί:
ΚΕΣΑΤΙΑ ΚΙ ΩΧ ΑΜΑΝ ΑΜΑΝ!!!
Στο 24% ανέβηκε στη χώρα μας, η ανεργία, μας είπαν oι υπεύθυνοι. Αν λάβουμε υπόψη τη βασική αρχή πως οι κυβερνητικές ανακοινώσεις, κρύβουν από όλη μέχρι και τη μισή αλήθεια, θα πρέπει οι άνεργοι να έφτασαν στο 30°/ο του εργατικού
δυναμικού. Θα φανεί άλλωστε.
Σε λίγους μήνες ο ένας στους τρεις μας, θα κάνει τράκα τσιγάρο.
Συμπέρασμα: Ήταν στραβό το κλίμα, τόφαγε και ο ελέφαντας.
Για άλλο ζώο μιλάει η παροιμία; Δεν το αγνοώ. Αλλά μην
ξεχνάτε, πως διανύουμε
εποχή με παχύδερμα. Μερικοί απ’ αυτούς,
κάτι προβοσκίδες, να... κάτι προβοσκίδες!
Έτσι λοιπόν οι σημερινοί Έλληνες, ταξινομoύνται σε
νέες διακλαδώσεις. Κατ’ αρχάς διαχωρίζονται
σε εργαζόμενους και άνεργους. Και φυσικά έπεται η ανάλογη συνέχεια.
Οι εργαζόμενοι σε απασχολούμενους και
απεργούς. Οι απεργοί σε εμπαιζόμενους, ή διωκόμενους. Σ’ αυτούς
δηλαδή που θα περιμένουν την υπόσχεση και στους άλλους που θα αναμένουν την απόλυση.
Οι απασχολούμενοι απαντώνται στους
αμειβόμενους και στους «άσε και θα τα βρούμε».
Οι αμειβόμενοι, ως είναι ευνόητο, δε γίνεται να αντιμετωπίζονται όλοι το ίδιο. Άλλοι θα είναι με μισθό, άλλοι με ποσοστά
και άλλοι με την προ- τροπή «κάνε και λίγο το κορόιδο».
Δηλαδή, άλλοι στο πάρε, άλλοι στο περίπου και άλλοι στο περίμενε.
Σύνθημα γενικό στους εργαζόμενους, θα καταβληθεί προσπάθεια να κυριαρχήσει, το «μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο». Και να μιλήσεις,
ποιος σ’ ακούει;
Και όπως καταλαβαίνετε, μια νέα αντίληψη ενδιαφέροντος έχει περάσει στις ανθρώπινες σχέσεις.
Θα βρίσκεις τον άλλο στο δρόμο, θα λέτε «καλημέρα -καλησπέρα» και στη συνέχεια, αντί να τον ρωτάς «τι νέα», θα του λες:" δουλεύεις";
Θα διασταυρώνεσαι κάπου με καμιά γνωστή σου και αντί να της λες«τι
κάνει ο άντρας
σου», θα τη ρωτάς
«τι έγινε με τον άντρα σου; Δουλεύει ή τον σχόλασαν»;
Θα γράφεις ένα γράμμα και αντί να αρχίζεις με το καθιερωμένο «υγείαν έχω και υγείαν ποθώ και για σας», θα προτάσσεις
«εργασίαν έχω και εργασίαν
ποθώ και για σας». Ή
«από μεροκαματάκι κάτι γίνεται,
εύχομαι να βολευτείτε και σεις».
Θα σηκώνεις το ποτήρι, θα
τσουγκρίζεις με τον άλλο και αντί «βίβα στην υγειά μας» θα εύχεσαι
«άντε στη δουλειά μας».
Θα έρχεται Πρωτοχρονιά και αντί για τα γνωστά «με υγεία και ευτυχία το νέον έτος», θα απευθύνεις τη φράση «με εργασία και απασχόληση ο νέος χρόνος».Έστω και ολιγόωρη. Έστω και δυο φορές την εβδομάδα. Μέχρι και οι θεοσεβείς και θεόφρονες θα αναπροσαρμόσουν το λεξιλόγιό τους και το ευχολόγιό
τους. Ήδη ένας ανιψιός
μου αρχιμανδρίτης με διαβεβαίωσε:εύχομαι εις τον Κύριον να χαρίζει υμίν
μισθούς και ημερομίσθια.
— Αμήν, αλλά δεν το βλέπω.
Φορτωνόμαστε δεινά. Βιώνουμε πικρές εξελίξεις. Δυσάρεστες
εικόνες δημιουργούνται μπρος στα μάτια μας. Βρίσκεις τον πρώην επιτηδευματία και μαθαίνεις τα χαμπέρια του.
— Πώς τα βολεύεις χωρίς το μαγαζί;
— Πούλησα
τα δυο διαμερίσματα που είχα.
Ξέχωρα όμως από
ένα εύθυμο κοίταγμα
της κατάντιας μας, τι γίνεται από δω και πέρα; Ανερμάτιστο και αλίμενο το σκάφος των προσδοκιών
μας, πλέει μεσοπέλαγα. Σχεδόν ακυβέρνητο.
Και δε
χωράνε ψευδαισθήσεις. Δε μπορούμε πια να ξεγελάσουμε κανένα. Ούτε φυσικά τον εαυτό μας.
Ζητάμε λύση, που δεν έρχεται.
Αν παρακαλέσουμε το Θεό, η ικεσία μας θα παραμείνει ανεκπλήρωτη.
Ε βέβαια.
Τι να σου κάνει κι ο Θεός; Έδωσε, ξανάδωσε,
απελπίστηκε. Δε γίνεται
να σε ενισχύει για να τα τρως εσύ στα μπουζούκια.
Ο τα πάντα πληρών, δε γίνεται
να πληρώνει συνεχώς
τα δικά μας τζερεμέδια.
Άσε το άλλο. Αν μας ρίξει τίποτα τρόφιμα,
θα είναι αγνά και δε θα τα σηκώσει το
στομάχι μας. Χρόνια τώρα, συνηθίσαμε
τα νοθευμένα. Ας το πάρουμε λοιπόν απόφαση. Η γνωστή φράση «δε χάνει ο Θεός κανένα», πάλιωσε.
Έπαψε να ισχύει από τότε που έχασε ο άνθρωπος
το Θεό του.
Αν επικαλεστούμε κάποιες κακές στιγμές της ιστορίας μας, που καταφέραμε να τις ξεπεράσουμε, θα γίνει λάθος σύγκριση.
Τότε ήμασταν προετοιμασμένοι
για τα
χειρότερα. Την αντέχαμε την κατρακύλα. Είχαμε τομάρι
αργασμένο. Τότε η
Ελλαδίτσα, ήταν απλώς Ψωροκώσταινα. Τώρα έγινε
Ψοφοκώσταινα.
Τότε είχαμε και κάποιους ηγέτες να πιστέψουμε. Να αφεθούμε στη μοίρα που μας προετοίμαζαν. Τώρα ποιον να εμπιστευθείς; Πού πάμε
ρε γαμώτο; Πού βαδίζουμε;