Η βαθιά χαραγμένη διδασκαλία της Ρένας Ανούση-Ηλία
Γράφει η Αργυρώ Πατσού
Η τέχνη είναι ταυτόχρονα με το δημιουργικό της χαρακτήρα και νύξη για το απλησίαστο, για το μη γνωστό, είναι ένας πρόδρομος της γνώσης, ένας τρόπος διείσδυσης στα άγνωστα πεδία της απειρότητας του κόσμου.
Βλέπουμε τον άνθρωπο να θέλει να παίξει με το μη προδιαγεγραμμένο σ’ ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι με το άγνωστο.
Τα χαρτιά, τα ζάρια και όλα γενικά τα παιχνίδια με τα οποία τον βλέπουμε να περνά τις ώρες του μαρτυρούν αυτή την τάση του. Μια περιπέτεια που ασφαλώς δεν είναι περιπέτεια για την περιπέτεια.
Τίποτα στη φύση δεν εκδηλώνεται σαν αυτοσκοπός. Είναι τα ταξίδια της φαντασίας μας. Πάντα κάτι ψάχνουμε να βρούμε.
ΡΕΝΑ ΑΝΟΥΣΗ-ΗΛΙΑ (Δια χειρός ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΝΤΩΝΑΚΗ) |
Μοιάζουμε μ’ αυτούς που γυρνούν στα “κουτουρού” τις ερημιές για ν’ ανακαλύψουν φλέβες χρυσού και πολύτιμων λίθων. Όλοι μέσα μας έχουμε ένα χρυσοθήρα όσο κι αν θέλουν να μας πείσουν πως είμαστε τεχνοκράτες και αγαπάμε τη σιγουριά και την ασφάλεια.
Γίνονται οι κινήσεις μας κάποτε τυχαίες, αδικαιολόγητες, κι όμως δεν είναι. Δεν βρίσκω τον δρόμο, σε ρωτώ πού πας. Μου λες “πουθενά… έτσι κάνω βόλτες”. Κι όμως, βλέπω τον χρυσοθήρα μέσα σου, κάτι ψάχνεις να βρεις, κάτι βλέπεις κάπου, αλλά δεν ξέρεις πού, κινείσαι στο άγνωστο.
Θα μπορούσες να μου τα πεις όλα μ’ ένα ποιηματάκι, μια ζωγραφιά. Ένα παιδάκι ζωγράφισε κάποτε γραμμές τυχαίες και σχήματα στα κουτουρού. Όταν το ρώτησα: “τι είναι αυτό;” μου είπε πως είναι ένα… μέρος, κι όταν το ξαναρώτησα αν έχει πάει μου απάντησε έτσι ακριβώς:
“Όχι δεν έχω πάει, γιατί είναι πολύ μακριά, δεν μπορείς να πας εκεί, γιατί, πριν φτάσεις νυχτώνει”. Πόσοι από μας δεν έχουν κάνει το ίδιο; Πόσοι από εμάς με την τέχνη δεν θέλουν ν’ αγγίξουν πράγματα που δεν τα πλησίασαν ποτέ με τον ορθό λογισμό, κι ούτε ίσως τα φτάσουν ποτέ, γιατί πριν τα φτάσουν… νυχτώνει;»
Ρένα Ανούση-Ηλία, απόσπασμα από το άρθρο: «Το Μάθημα των Καλλιτεχνικών στα Σχολεία», περιοδικό Πολιτιστική Πράξη, 1990.
Όταν, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ για να την επισκεφτώ στο σπίτι της, με υποδέχεται με μια υπόκλιση. Η υπόκλιση αυτή εν μέρει και συμβολικά απευθύνεται στην αφεντιά μου – εκπορεύεται όμως από τον πυρήνα της ύπαρξής της.
Μέσα σε εξήντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας, η Ρένα Ανούση-Ηλία, η «ιέρεια της χαρακτικής» όπως την αποκαλούν, στην απόλυτη σύγκλιση βίου και τέχνης, στον αναπόδραστο μονόδρομο του προορισμένου ανθρώπου, αντλεί την πρώτη ύλη της από την παιδική ανοιχτοσύνη.
Το Παιδί διαπνέει ολόκληρο το έργο της, προπορεύεται, καθοδηγεί, κρατά αναμμένη τη φωτιά στο Ιερό της. Όχι ως ένα πλάσμα που ήρθε στους κόσμους tabula rasa αλλά ως ένα πλάσμα που φέρει ήδη μέσα του τη σφραγίδα της ιδιοσυγκρασιακής του νομοτέλειας και νωπά ακόμα τα ίχνη της διττής, υλικής και πνευματικής, καταγωγής του. Συνεπώς, όσο μικρότερο σε ηλικία, όσο λιγότερο έχει προλάβει να επενεργήσει πάνω του το επίκτητο στοιχείο, τόσο κοντύτερα βρίσκεται στην ανόθευτη ουσία του.
Όπως υποστηρίζει ο James Hillman, δημιουργός της μεταγιουνγκικής «αρχετυπικής ψυχολογίας», στη Θεωρία του Βαλανιδιού, αν δει κανείς πανοραμικά, με σκηνοθετική ματιά, την πορεία ενός ανθρώπου αντίστροφα, από το τέλος προς την αρχή, θα δει τα σκόρπια κομμάτια του παζλ ενωμένα στο μοναδικό και ανεπανάληπτο σχέδιο της κάθε ατομικής μονάδας.
Θα αντιληφθεί τότε πως η ταινία ήταν εγγεγραμμένη στα κύτταρα εξαρχής. Το Δαιμόνιο που μαχόταν να βγει στο φως μέσα από τη συγκεκριμένη ζωή, φώναζε ή ψιθύριζε από τα παιδικάτα της. «Δεν εξελίσσομαι, είμαι» έλεγε ο Πάμπλο Πικάσο. Υπό αυτό το πρίσμα, στο μικρό βαλανίδι ενυπήρχε όλη η βαλανιδιά, όλο το Δέντρο.
Διόλου τυχαία, το Δέντρο, ιερό σύμβολο μυθολογιών και θρησκειών, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη προς τα πάνω και προς τα κάτω, αντιπροσώπευε πάντα τη διττή φύση του ανθρώπου, εκ γης και εξ ουρανού εκπορευόμενου, ύλη και πνεύμα. Δυσανάλογο λοιπόν το φορτίο: μια ολόκληρη βαλανιδιά στις παιδικές πλάτες, ένα ολόκληρο δέντρο στριμωγμένο μέσα σ’ έναν σπόρο.
Αυτό το φορτίο κλήθηκε η Ρένα Ανούση-Ηλία να μοιραστεί και ν’ αλαφρύνει.
Αν πολλές φορές ζωγραφίζει τα παιδιά ως αγγέλους και ουρανοπλάσματα, δεν είναι για χάρη της πολυσυζητημένης παιδικής αγνότητας –της εξωραϊσμένης αυτής εικόνας στην οποία επιστρέφει ο νοσταλγός ενήλικας για ν’ απαγκιάσει– αλλά για χάρη της παιδικής εγγύτητας στην ουσία. Το παιδί δεν είναι αγνό, έχει άλλωστε μια μοναδικότητα να προστατέψει και θα εξαντλήσει όλη του την εφευρετικότητα για να τα καταφέρει.
Αν πολλές φορές ζωγραφίζει τα παιδιά ως αγγέλους και ουρανοπλάσματα, δεν είναι για χάρη της πολυσυζητημένης παιδικής αγνότητας –της εξωραϊσμένης αυτής εικόνας στην οποία επιστρέφει ο νοσταλγός ενήλικας για ν’ απαγκιάσει– αλλά για χάρη της παιδικής εγγύτητας στην ουσία. Το παιδί δεν είναι αγνό, έχει άλλωστε μια μοναδικότητα να προστατέψει και θα εξαντλήσει όλη του την εφευρετικότητα για να τα καταφέρει.
Πόσες φορές βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν μικρό ή μια μικρή άριστους ψυχογράφους που ούτε καν καταλάβαμε για πότε μας τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί; Όπως η ίδια η Ζωή, αν μείνει υγιής και δεν αρρωστήσει, έτσι και το παιδί, που είναι πολύ κοντύτερα στις πηγαίες δονήσεις της, έχει ως βασικό του μέλημα την ικανοποίηση των αναγκών και την εκπλήρωση των επιθυμιών του. Νιώθει άβολα στη μοναξιά και, ελλείψει ουσιαστικής συντροφιάς, ίσως εφεύρει τον φανταστικό φίλο-σύντροφο στις μυστικές του περιπλανήσεις.
Μη κάνοντας διάκριση μεταξύ πυκνής και αραιής ύλης, θα φτιάξει τον δικό του θεατρικό θίασο, θα επινοήσει και θα μοιράσει ρόλους, θα μπάσει σε τροχιά τους μονολόγους-διαλόγους του, δίνοντας τη φωνή του σε αντικείμενα, ζώα, ίσκιους, φλόγες, καπνούς –σε ό,τι εξάπτει τη φαντασία του– προκειμένου να ξεδιπλωθεί σε πραγματικότητες εξίσου εύπλαστες και γονιδιακά προκαθορισμένες. Δεν έχει ακόμα αποσπαστεί από την κραδασμική επαφή με τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο που διασταυρώνονται μέσα του στην ενιαία ανιμιστική πραγματικότητα από την οποία αντλεί την ορμέμφυτη γνώση και επιθυμία του.
Δίπλα του ή απέναντί του ενήλικες με κατακερματισμένες πλέον προσλαμβάνουσες αυτής της ενότητας, άνθρωποι «στη «φυλακή», αφού, όπως τόσο εύστοχα το έθεσε ο Βίλχελμ Ράιχ στο έργο του «Η Δολοφονία του Χριστού», «το πραγματικό πρόβλημα του ανθρώπου είναι η τάση του ν’ αποφεύγει συστηματικά το ουσιώδες».
Το συναπάντημα παιδιού και ενήλικα που μοιάζει εξαρχής με σκακιστική παρτίδα, στην πιο αίσια και σπάνια έκβασή του, θα βρει τον δεύτερο να επιστρέφει, να θυμάται, να δίνει το μεγαλύτερο χέρι στο μικρότερο που του απλώθηκε για να τον βγάλει από τη «φυλακή».
Τώρα η σκακιέρα είναι ο αλχημιστικός κλίβανος που μέσα του τελείται η αποσύνθεση και ανασύνθεση του ενήλικα, η μεταμόρφωσή του. Στη χειρότερη, και δυστυχώς συνηθέστερη, αν το Δαιμόνιο του παιδιού δεν είναι ανεξίτηλα σφραγισμένο (στην πλειονότητα αυτών των λίγων περιπτώσεων, σε όποιες συνθήκες, με όποιες αντιξοότητες, η μεγατόνων αυτή ορμή θα φτάσει στον προορισμό της), το εξελιγμένο μοντέλο του ανθρώπου, η κοινωνική δομή του πολιτισμού μας ως «πηγή δυστυχίας» όπως τον χαρακτηρίζει ο Φρόιντ, γι’ άλλη μια φορά, θα καταστείλει, θα ισοπεδώσει, θα οδηγήσει, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, σε μια ζωή αποστραγγισμένη από Ζωή.
Το παιδί είναι μεν εύπλαστη ύλη αλλά όχι έρμαιο στα χέρια γονέων, δασκάλων και περιβάλλοντος των οποίων την επιρροή στη διαμόρφωσή του αναγάγαμε σ’ επίδραση καταλυτικής σημασίας. Μέσα στον σπόρο είναι εμφωλευμένο ένα ολόκληρο συλλογικό ασυνείδητο – κάπου βαθιά εκεί μέσα ζουν έως και τα όνειρα των προγόνων και ενίοτε αναδύονται μαρμαρυγές, καλέσματα από το μέλλον.
Το τι από όλα αυτά θα ενεργοποιηθεί, το τι θα επιλέξει ν’ αλιεύσει ένα παιδί από τους διακόσμους που το περιβάλλουν, είναι κυρίως ζήτημα μιας έμφυτης ιδιοσυγκρασίας. Φτάνει το παράδειγμα των αξιοσημείωτων διαφορών που παρατηρούνται ανάμεσα σε αδέλφια που αναπτύσσονται στο ίδιο ακριβώς περιβάλλον για να υπογραμμίσει ό,τι υποστηρίζεται παραπάνω.
Είναι με αυτήν ακριβώς την ανόθευτη ιδιοσυγκρασία, τη γνήσια ταυτότητα, που θα έρθει σε μέθεξη ο διορατικός ενήλικας, αυτός που κατάφερε να κρατήσει μέσα του ζωντανή την παιδικότητά του ενάντια στις όποιες βιωματικές του εμπειρίες και παραδοσιακούς κανόνες συμπεριφοράς, ο αποφασισμένος να παραμερίσει, αν χρειαστεί, όλη του τη γνώση και τον καθωσπρεπισμό και ν’ αναδημιουργηθεί όχι μόνο για χάρη ενός παιδιού αλλά για χάρη της ανεμπόδιστης ροής της ίδιας της Ζωής, ο μόνος που δύναται να γίνει αρωγός αυτών των δύσκολων χρόνων και ν’ ανοίξει δρόμο στο παιδί βοηθώντας το να επιστρέψει στον προορισμό του.
Να ενθαρρύνει και να ενισχύσει θετικά τις όποιες του δεξιότητες, την αυτοεκτίμησή του και τη συναίσθηση της ατόφιας χαράς της ζωής.
***
…Και έγινε έτσι που άλλοι επισήμαναν την κίνηση αυτή που η ίδια κάνω ασυναίσθητα, κάθε φορά που πρωτοέρχομαι σ’ επαφή μ’ ένα παιδί, να σκύβω ώσπου να φτάσω στο ύψος του, έως ότου ν’ αντικρίσω τα μάτια του σ’ ευθεία – όχι γιατί είμαι ψηλότερη αλλά γιατί αυτό είναι κοντύτερα στην ουσία.
Το παιδικό βλέμμα είναι ο καταλύτης που σπάζει τ’ αποστήματα της ενήλικης ζωής και εξαγνίζει από τα επίκτητα στοιχεία. Ύστερα χαμογελάς και, τότε, αυτός ο αυστηρότατος κριτής που λέγεται παιδί, ανταποδίδει το χαμόγελο επιτρέποντας την είσοδο εκεί που, εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια, παιδαγωγός η ίδια, μπαίνω περισσότερο για να διδαχτώ παρά για να διδάξω.
Αυτή μου η κίνηση εξηγεί και την υπόκλιση που με περίμενε ανοίγοντας το ασανσέρ κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πως είχα τότε τραβήξει ασυναίσθητα από το ηλιακό της πλέγμα μιαν ατμόσφαιρα και μια σκυτάλη που δεν θα μ’ εγκατέλειπαν ποτέ.
***
Το 1990, κατόπιν έκκλησης του ποιητή Κώστα Πανόπουλου, συναπόφοιτού της από την Πρότυπο Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και λυκειάρχη τότε του Λυκείου Καμινίων, η Ρένα Ανούση-Ηλία έρχεται στα Καμίνια προκειμένου να συνεισφέρει στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου μιας συνοικίας που την ακολουθούσε ανέκαθεν η ρετσινιά της υποβαθμισμένης περιοχής.
Όταν πρωτομπαίνει στην αίθουσα όπου επικρατεί ένας χαμός, ελάχιστοι αποσπώνται και γυρίζουν το κεφάλι.
Ένας συμμαθητής μας, από τους πιο αντιδραστικούς, σηκώνεται όρθιος στη γωνία σφυρίζοντας και παίζοντας στα χέρια μια αλυσίδα σαν κομπολόι. Εκείνη ξεκινά σιγά-σιγά να μας συστήνεται και να μας μιλάει.
Ο συμμαθητής συνεχίζει να παίζει, πιο μαγκιόρικα και πιο επιδεικτικά, τώρα, την αλυσίδα. Περνούν κάποια λεπτά. Χωρίς να έχουμε καταλάβει τι έχει συμβεί έχει επικρατήσει ησυχία και δεν ακούγεται άλλο από την αλυσίδα.
-«Μα δεν σας ενοχλώ;» τη ρωτάει, ενοχλημένος πλέον ο ίδιος.
-«Να μ’ ενοχλήσεις; Αν ήξερες μόνο τι υπέροχα σχήματα μου έχει χαρίσει η αλυσίδα σου!»
Σ’ αυτή της την απόκριση, το ηφαιστειακό εσωτερικό μου καρφώνει τα μάτια στη γαλήνια και ατάραχη δύναμή της.
Μιλά αργά, κατευναστικά για το Φως, για το σχήμα της σπείρας που διέπει την Κτίση και βρίσκεται παντού, από τα σαλιγκάρια έως τους γαλαξίες, ώσπου οι άμυνες πέφτουν και ολόκληρη η αίθουσα έχει παραδοθεί σ’ ένα νηφάλιο κυμάτισμα, σε μια απρόσκοπτη ροή πηγαινέλα, μέσα στη θάλασσα του Μεγάλου Αγνώστου, των Κοσμικών Υδάτων. Σιγά-σιγά, τα μειλίχια, αργόσυρτα λόγια, γίνονται πήδημα μέσα στη φωτιά, ξέφρενο κάλπασμα σ’ ολάνοιχτους αγρούς που… το ακολουθούμε… το ξεκινήσαμε;
Κοιτάζω την αφοπλιστική πολεμίστρια, την ικανή να μαγεύει, εντοπίζω μέσα μου τη βαθιά ανάγκη της ψυχής να μαγεύεται, τη βλέπω να πηγαίνει να μας φέρει νερό για να πλύνουμε τα πινέλα, ύστερα ολόγυρα μια αίθουσα σε κατάνυξη και όλο το συναπάντημα μπήγεται μέσα μου σαν βέλος.
Όπως εξωραΐσαμε την παιδική ηλικία, ας μην εξωραΐσουμε και το αντάμωμα με τέτοιες φύσεις. Όσο λυτρωτικό είναι, άλλο τόσο είναι οδυνηρό. Υψώνουν τον πήχη, βαθαίνουν το σχίσμα, εντείνουν, άθελά τους, μέσω της σύγκρισης, τη σύγκρουση με ό,τι και όποιον δεν διακατέχεται από την ίδια ειλικρίνεια, από ζωή αμεταμφίεστη και φυσική σαν την αναπνοή.
Πριν λίγο η πραγματικότητα παλλόταν κατάφωρη μέσα σε φώτα, σκιές και χρώματα, ξεχυνόταν, μελάνι ορμητικό στη νερωμένη ακουαρέλα, πριν λίγο κύλησε μέσα από τα χέρια ο εαυτός και ξεχάστηκε, το είναι θυμήθηκε και αγκάλιασε το άπειρο και έζησε το Δαιμόνιο σε πλήρωση και σε ευδαιμονία. Μια θεσπέσια λησμονιά, μια εξαίσια Μνήμη!
Τι γράφει τώρα η κιμωλία στον μαυροπίνακα; Βίαιη αποκόλληση, έπεφτες από εκείνη τη δόνηση χάριν μιας άχαρης και τραβηγμένης από τα μαλλιά συνύπαρξης σ’ ένα πλατσούρισμα στα ρηχά.
Το ήξερε. Ήξερε πόσο δύσκολο είναι, πόσα χρόνια και πόσο αγώνα χρειάζεται, ώσπου να μπορέσει κανείς, αν μπορέσει, να μένει συντονισμένος με το βαθύτερο είναι του, όποιες, και όσο ενάντιες και αν είναι, οι εξωτερικές συνθήκες.
Έσπευσε να μη μας αφήσει ανοχύρωτους, δεν ήταν εκεί μόνο την ώρα της διδασκαλίας, ήταν παρούσα όποτε, για όποιο λόγο κι αν τη ζητούσαμε, με την παρουσία της, με γράμματα και με κάρτες που εκ των υστέρων αποκωδικοποίησα στο περιεχόμενό τους τη βαθιά της έγνοια να μην καμφθεί το Δαιμόνιο.
Φράσεις μεστές και μικρές, εντέχνως καμωμένες για να ενσφηνωθούν στη μνήμη, ώστε να λάμπουν, φωτεινό χαμόγελο, τις στιγμές εκείνες που αναμφίβολα θα έρχονταν, όταν το τίμημα θα φάνταζε πολύ βαρύ και ο πειρασμός της λιποταξίας μεγάλος.
Μέσα στα γράμματά της ωστόσο υπήρχε πάντα η άμεση ή έμμεση νύξη της αναμφισβήτητης αυτής αλήθειας: ακόμα και αν όλο το φορτίο το αποποιηθείς, ακόμα και εν μέσω διαδρομής από πάνω σου αν το πετάξεις, καμιά αίσθηση ελαφράδας μην εμπιστευτείς. ανάλαφρος γίνεται μόνο ο άνθρωπος που περπάτησε τον δικό του δρόμο έως τέλους.
Για να μην εξασθενήσει το Δαιμόνιο ήταν εκεί για ν’ ανανεώνει τις αισθήσεις του, βάζοντας λουλούδια και μουσική στην τάξη. για να μην αποθαρρυνθεί και οκνεύσει ξεκινούσε πάντα την τελετουργία με θέματα εύκολα και βατά, προκειμένου ν’ ανοίξει τον δρόμο για όλους, ασχέτως αν κάποιοι θα έφταναν μακριά και άλλοι όχι.
Έτσι κι αλλιώς, η βαθμολογία –είκοσι σε όλους ανεξαιρέτως– ήταν η απάντηση τόσο σ’ εμάς για το ποιος είναι καλός και ποιος όχι, όσο και στους συναδέλφους της, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μαζί μ’ έναν διακριτικό υπαινιγμό για την ανάγκη αυτοκριτικής του εκπαιδευτικού.
Η καλύτερη συγκριτικά απόδοση –γιατί απόδοση υπήρχε απ’ όλους– ήταν δευτερευούσης σημασίας εν συγκρίσει με το μεγάλο στοίχημα, το να έρθει ο μαθητής σ’ επαφή με τα ψυχικά του περιεχόμενα και να τ’ αποκαλύψει. Έβγαινε από την τάξη κατάκοπη και λαμπερή, έχοντας δώσει, κάθε φορά, αφειδώλευτα, τα πάντα.
Η εικόνα της αυτή ήταν και αυτό που ουσιαστικά δίδασκε: το ξέχασμα του εαυτού μέσα στο άλλο και αποκεί μέσα στο Όλον. Αυτό που δίδασκε ήταν η ευτυχία.
***
Από το 1990 κιόλας, προβλέποντας τον ακρωτηριασμό που θ’ ακολουθούσε, η Ρένα Ανούση-Ηλία καταφερόταν εναντίον της εξειδίκευσης γύρω από τον άξονα της οποίας περιστρέφεται σήμερα το αποκλειστικά και μόνο τεχνολογικά εξελιγμένο μοντέλο της κοινωνίας μας. Το πρωτεύον ζήτημα «για τι είναι γεννημένο ένα παιδί, ποιες είναι οι έμφυτες κλίσεις του;» είναι το τελευταίο που μας απασχολεί.
Η εξειδίκευση δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να παράξει το ελεύθερο πνεύμα. Το θέλουμε άραγε αυτό το τελευταίο; Θέλουμε τον άνθρωπο τον ικανό για ευτυχία; «Η ευτυχία ήταν η τύψη μου, το σκουλήκι μου», έλεγε ο Ρεμπώ.
Γιατί ο πόνος είναι ο περίτρανος οικείος μας, τον διδασκόμαστε από τις αγιογραφίες, τις τραγωδίες, τη χαμένη λάμψη των ματιών των γύρω μας, την απομάγευση και προσβολή της φύσης. Η ευτυχία όμως προϋποθέτει την εγκατάλειψη στο Άγνωστο και το Άγνωστο στάθηκε ανέκαθεν ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου.
Χειρότερη δε και από την εξειδίκευση είναι η έλλειψη ελεύθερου χρόνου του παιδιού. Στην εποχή της τεχνολογίας, το παιδί κατακεραυνώνεται από ταχύτατη εναλλαγή εικόνων και ήχων και σωρεία άχρηστων πληροφοριών και έτσι, de facto, δεν του αναγνωρίζεται το αναφαίρετο δικαίωμά του να είναι παιδί. Επειδή είναι παρά φύσει, η έλλειψη χρόνου αφομοίωσης δημιουργεί νευρικότητα, άρνηση, αυτό το «βαριέμαι» του παιδιού που δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε.
Άλλωστε εμείς, ως ενήλικες, υποκύψαμε σ’ αυτή την αφαίμαξη της ζωτικότητας και του σφρίγους. Και όχι απλώς υποκύψαμε, τη θεωρήσαμε καθήκον και μάλιστα προς παραδειγματισμό των παιδιών, αναγάγαμε σχεδόν σε αμαρτία το ιερό δικαίωμα στην τεμπελιά, την ιερή ανάγκη να σουλατσάρουμε αποδώ κι αποκεί μην κάνοντας τίποτα, ενδίδοντας στη χαρούμενη αυτή φαινομενική απραξία. Μακροπρόθεσμα, το αγχωδώς συλλεγόμενο και συνεπώς ανεπεξέργαστο εμπειρικό υλικό οδηγεί στην έλλειψη συγκροτημένης ατομικής ιστορίας.
Αλλά και γι’ αυτό, βρήκαμε την εύκολη λύση: ψυχολόγους στα σχολεία και τρεις-τέσσερις ακόμα σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, απόφοιτους του ιδίου εκπαιδευτικού συστήματος, που τους εξελίξαμε σε αναγκαιότατους οικογενειακούς συμβούλους και που θα εξάγουν, από μια μνήμη συγκροτημένη όπως-όπως, τα συμπεράσματά τους για το άμετρο, το άπειρο που θα διαφεύγει πάντα των ερμηνειών και λέγεται ανθρώπινη ψυχή, σε μια καταδικασμένη εξαρχής προσπάθεια να χωρέσει ο χείμαρρος στο αυλάκι. Αφού δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε ας μας πουν οι ειδικοί που γνωρίζουν καλύτερα!
«Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί πριν από μένα», είναι η γνωστή ρήση του Φρόιντ.
Είναι η τέχνη που ανοίγει δίαυλο στο Άγνωστο, όχι για να το ερμηνεύσει μα για να το κοινωνήσει. Όχι μόνο λοιπόν η κοινωνία δεν αναγνωρίζει το λάθος αλλά προσπαθεί να διορθώσει πάνω στο λάθος και με γνώμονα αυτό. Και συνεχίζουμε να βλέπουμε αυτή τη θλιβερή εικόνα: παιδιά που δεν κουβαλούν στην πλάτη μόνο το Δαιμόνιο αλλά και ασήκωτες σχολικές τσάντες με δυσνόητη σχεδόν για πολλά εξ αυτών διδακτέα ύλη, εφήβους που πάνω στην τρέλα των γενετήσιων ορμών δίνουν εξετάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον τους.
Φυσικά, για τις εποπτικές κοινωνίες στις οποίες ήρθαμε να ζήσουμε τα χρόνια μας, η ευνουχισμένη και απομονωμένη ανθρώπινη μονάδα είναι το ζητούμενο – ακόμα και αν πολλές από αυτές ενωθούν σ’ ενδεχόμενες εξεγέρσεις, δεν θα πρόκειται παρά για εξεγέρσεις το ίδιο ελεγχόμενες με τους υποκινητές τους.
«Έχει πληγεί το βάθος της ύπαρξης, πώς θα σειστεί συθέμελα το ανοσιούργημά μας;» κάπως έτσι σκέφτεται και μηχανορραφεί το ήδη πεπερασμένο νομίζοντας πως δύναται να προβλέψει κάθε δυνατή μορφή του καινούργιου. Ωστόσο, η μακραίωνη ιστορία τούτης της γης δείχνει ότι κάθε φορά που έφτασε σε αδιέξοδο, η Ζωή δεν δίστασε να ξαναρχίσει από την αρχή, σε νέες μορφές και ερήμους.
***
Και… είναι αλήθεια αναντίρρητη πως όλα σχεδόν τα παιδιά ζωγράφισαν κάπου εκεί ανάμεσα στα δύο και στα τρία τους χρόνια, αρχίζοντας, κατά κανόνα, από το σχήμα του κύκλου. Όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί στα σπάργανά τους ζωγράφισαν και λάξευσαν τις σπηλιές τους, χάραξαν τον προστατευτικό κύκλο τους, τη μαντάλα τους, στο χώμα.
Ωστόσο, η παιδικότητα δεν αρχίζει και τελειώνει στο παιδί, τουναντίον αφορά σε μια κατάσταση, σε μια ζώσα πραγματικότητα που υπερβαίνει ηλικίες. Το Παιδί μπορεί να προκύψει μέσα στον κάθε ενήλικα ακόμα και αν εξωτερικά δεν υπάρχει.
Σε βαθύτερη ανάλυση, η συνειδητή επιστροφή του ενήλικα στην παιδική ανοιχτοσύνη, η ροή μέσα στο Όλον, στάθηκε το ζητούμενο όλων των εσωτερικών παραδόσεων και των πιο εύγλωττων στιγμών της τέχνης.
***
Κάθομαι τώρα δίπλα της στο σαλόνι της. Την κοιτάζω και ξέρω από πού αντλεί την παντοτινή νεότητα, το πάντα αρυτίδωτο πρόσωπο, την πάντα ευθυτενή κορμοστασιά της.
• Με ζωντανό μέσα σας το αλτρουιστικό παράδειγμα του πατέρα σας Νικόλαου Ανούση, ιατρού, ετοιμάζεστε ν’ ακολουθήσετε την ιατρική όταν ο ίδιος σάς παροτρύνει να δώσετε εξετάσεις στην Καλών Τεχνών. Πώς συνέβη αυτό;
Η τέχνη αποτελεί το ανώτερο επίπεδο της πνευματικής και ψυχικής υπόστασης του ανθρώπου. Το πνεύμα καταπιάνεται με τα υπαρξιακά προβλήματα, τις αρχές των πάντων, τη φύση, την κοινωνική λειτουργία. Η ψυχή εκφράζεται με την τέχνη και δημιουργεί.
Γνωρίζοντας την αγάπη μου για τα παιδιά, ο πατέρας μου σκέφτηκε ότι αυτή η επαφή μαζί τους μέσω της δημιουργίας θα ήταν το τελειότερο μέσο συνύπαρξης. Και το θαύμα έγινε! Έζησα την ανθοφορία της παιδικής ψυχής, αυτή τη μοναδική ομορφιά που κρύβει μέσα του το κάθε θεϊκό αυτό πλάσμα – τη ζω μέχρι σήμερα με την ίδια δύναμη. Κανένας λόγος δεν μπορεί να εκφράσει τις εσωτερικές δονήσεις που έζησα και ζω κοντά τους.
• Δάσκαλός σας ήταν ο εξαίρετος χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός. Ποια είναι η εμπειρία σας από αυτόν;
Για τον δάσκαλό μου, τον υπέροχο χαράκτη και Άνθρωπο Γιάννη Κεφαλληνό, θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Μα θ’ αρκεστώ σε τούτο: ήταν το θαύμα της Ομορφιάς, εσωτερικής και εξωτερικής, προσωποποιημένο. Το βαθυστόχαστο βλέμμα του σε μάγευε. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του είχε την ικανότητα να μορφοποιεί τη σκέψη σε όραμα, το βίωμα σε μνήμη, την ανάμνηση σ’ έκφραση, την ύλη σε μορφή.
Τα λεπτεπίλεπτα έργα του ανέδυαν ανθρωπιά, ειλικρίνεια, τελειότητα. Όταν με πρωτοάγγιξε η σοφή του διδασκαλία, στα δεκαεφτά μου χρόνια, αληθινά με μάγεψε. Με σωστή καθοδήγηση, θάρρος και αγάπη πήρα τα πρώτα μαθήματα που με οδήγησαν στα μονοπάτια της τέχνης. Η ψυχή μου άνθισε, πέταξε και μπήκα στον στίβο της ζωής.
• Με δικαιολογία την οικονομική κρίση, το ΥΠΕΠΘ προχωρά σε μείωση των εικαστικών μαθημάτων στα σχολεία θεωρώντας τα, εμμέσως πλην σαφώς, μαθήματα δευτερευούσης σημασίας. Τι απαντά η μακρόχρονη πορεία σας ως παιδαγωγός σ’ αυτό;
Πλην όλων των άλλων, τέχνη σημαίνει εργασία, σημαίνει γλώσσα, σημαίνει αξίες. Αυτός ο συσχετισμός αναφέρεται ιδιαίτερα στο παραγωγικό μέρος της αισθητικής αγωγής. Οι μαθητές μαθαίνουν το νόημα και την ικανοποίηση που δίνει η εργασία πιο ευχάριστα και με τρόπο πιο εποικοδομητικό μέσω της τέχνης.
Οι έννοιες «παραγωγικότητα» και «τεχνική επιδεξιότητα» έχουν τις ρίζες τους στην τέχνη. Η τέχνη είναι γλώσσα, γλώσσα εικόνων. Δεν μαθαίνουμε αυθόρμητα, πρέπει να διδαχτούμε. Τέχνη σημαίνει αναγκαίες αξίες, ιδιαίτερα σήμερα που ο πολιτισμός μας βάλλεται. Το εικαστικό έργο τέχνης είναι ένα σπέρμα ελπίδας για τον μεγάλο κοινωνιολόγο φιλόσοφο Αντόρνο, ενώ ο Αντρέ Μπρινκ λέει: «ο σημαντικός για τον πολιτισμό άνθρωπος πρέπει να οριστεί από την αρχή ως δημιουργικό άτομο με κοινωνικές, ιστορικές και ηθικές ευθύνες».
Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της αισθητικής αγωγής και των εικαστικών στην εκπαίδευση. Την αναγκαιότητα της τέχνης την έζησα όχι μόνο στα σχολεία αλλά παντού – την έζησα στη σαραντάχρονη εκπαιδευτική καριέρα μου και τη ζω ακόμα, με περισσότερο πάθος. Το θεωρώ έγκλημα να φύγουν τα καλλιτεχνικά από τα σχολεία, αντιθέτως θα μπορούσαν να επεκταθούν και στην Ανώτατη εκπαίδευση.
• Τα τελευταία χρόνια διδάσκετε αφιλοκερδώς χαρακτική στο Ανοιχτό Εργαστήριο Χαρακτικής Δήμου Νίκαιας – Α.Ι Ρέντη, το οποίο λειτουργεί σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Με γνώμονα την εμπειρία σας τόσο από τα δημόσια σχολεία των Καμινίων και της Νίκαιας όσο και από την Πρότυπο Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης διαχωρίζει κάτι, ως προς το έμψυχο υλικό, ένα πρότυπο από ένα δημόσιο σχολείο;
Η εκπαίδευση της τέχνης για μένα σε όλα τα σχολεία μού έχει προσφέρει τα ίδια θετικά αποτελέσματα. Όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο αφού, σ’ έναν ικανό βαθμό, το παιδί πλάθεται.
• Κρατάτε στο σπίτι σας πάνω από χίλια διαγωνίσματα μαθητών σας. Ακόμη, εκδώσατε η ίδια τις εργασίες τους από την εξεταστική του Ιουνίου 2000 στο βιβλίο με τίτλο «Πνοή του ανέμου». Το αριστουργηματικό αποτέλεσμα με τον πολύ συγκεκριμένο τίτλο αποτελεί μαρτυρία για το γεγονός ότι, υπό τη σωστή καθοδήγηση, θαύματα μπορούν να προκύψουν από όλους, ακόμα και από εκείνους που θα πορευτούν εντέλει σε διαφορετικούς δρόμους. Πέραν της σωρείας των βραβείων που απέσπασε το βιβλίο, πιστεύετε ότι προβλημάτισε βαθιά, όσο θα έπρεπε, εκεί που θα έπρεπε να προβληματίσει;
Κρατώ τα διαγωνίσματα των μαθητών μου σαν ιερά κειμήλια γιατί νιώθω ότι εκεί υπάρχει η κραυγή της υπέροχης ψυχής τους.
• Στην καλλιτεχνική σας σταδιοδρομία καταπιαστήκατε, τόσο στη χαρακτική όσο και στη ζωγραφική, με διάφορες τεχνικές και υλικά, μεταξύ των οποίων και με τη ζωγραφική στην πέτρα, στην οποία επεμβαίνετε ανεπαίσθητα, ίσα-ίσα για ν’ αναδείξετε τις μορφές που, θα έλεγε κανείς, εμπεριέχονται ήδη μέσα σ’ αυτή, ανοίγοντας έναν ακόμα διάλογο ανάμεσα σε πυκνή και αραιή ύλη, κάτι που διαπνέει ολόκληρο το έργο σας. Τι πρέπει να σκοτώσει και τι πρέπει να διασώσει μέσα του, όχι αποκλειστικά ο καλλιτέχνης, μα ο άνθρωπος εν γένει, προκειμένου ν’ αξιωθεί ενός τέτοιου διαλόγου;
Κάθε έργο είναι ένας χώρος ανεξερεύνητος ενάντια στη λήθη. Προσπαθώ ν’ αντιμετωπίζω με ιερό σεβασμό την κάθε στιγμή της έμπνευσης ώστε να μπορώ να δημιουργώ κόσμους εικαστικούς στους οποίους η πραγματική ζωή μπορεί να βιωθεί. Η έννοια του «ωραίου» ταυτίζεται με το αληθινό και η καλλιτεχνική αξία ενός έργου κρίνεται από τον βαθμό ειλικρίνειάς του.
Ζωγραφίζω, γράφω τη ζωή, αναπαράγω το ορατό ή το φανταστικό, αποτυπώνω τα οράματα και τους εφιάλτες, ελαττώνω την πλήξη, αφήνω την καρδιά να τραγουδά. Το ίδιο ισχύει και στην χαρακτική. Η αποκάλυψη της εικόνας στην πέτρα έγινε κατόπιν βαθιάς μελέτης των ίδιων των ρωγμών της.
Δεν ζωγραφίζω την πέτρα, προσπαθώ να βρω τη χάραξή της. Δεν βάζω χρώμα για να μη χαθεί το υπέροχο, δικό της χρώμα. Νομίζω ότι κρατώ όλα τα στοιχεία που μου δίνουν έμπνευση χωρίς να σκοτώνω τίποτα.
• Το έργο σας επιμένει ν’ αναδύει μορφές της μυθολογίας. Πώς βλέπετε την εξέλιξη του σύγχρονου ανθρώπου που έχει αποσπαστεί τόσο από το συλλογικό του ασυνείδητο όσο και από τον προσωπικό του μύθο; Είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι;
Φαντασμαγορικός και πάντα ζωντανός κήπος είναι η ελληνική μυθολογία. Για να μπορέσει κανείς να τη γευτεί πρέπει να μπει σαν μύστης, μ’ ανάλαφρη περπατησιά. Ο μύθος έχει τη δύναμη να εξάπτει τη φαντασία του παιδιού περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο ανάγνωσμα.
Το Ικάριο πέταγμα δεν καλύπτει μόνο την ανάγκη μας ν’ αποφύγουμε τη στατικότητα ενός περιορισμένου χώρου, αλλά κυρίως την ανάγκη μας να πετάξουμε μακριά από τη σκληρότητα των συνανθρώπων μας, ακόμα κι αν χαθούμε. Μέσα από τη μυθολογία τόλμησα ν’ αναβιώσω το καβαφικό πρόσωπο του Οδυσσέα που τον μάγεψε το τραγούδι των σειρήνων.
Οι μυθολογικές μορφές είναι αντικείμενα ενδεχόμενης εμπειρίας όπως και τα ζώντα σύγχρονα πρόσωπα. Ο Μινώταυρος δεν είναι μόνο το τέρας του αρχαίου μύθου, είναι και η ενσάρκωση και η εικόνα της ανθρώπινης αποσύνθεσης. Σε όλα αυτά γίνεται μια αντικειμενική αφήγηση της ιδέας.
Ο αρχαίος μύθος γίνεται σύμβολο της δικής μου μυθολογίας και των μαθητών. Εγώ πάντα το ποτήρι το θεωρώ γεμάτο. Βασίζομαι στην καλή και στη σωστή διδασκαλία και στην ευφυΐα των παιδιών.
• Μέσα στην κάθε δουλειά του καλλιτέχνη ενυπάρχουν σπερματικά οι επόμενες δουλειές του. Στο βιβλίο σας «Σταγόνες» που εκδώσατε σε συνεργασία με την ποιήτρια Εύα Δελαβίνια, κυοφορείται ήδη, στο «νερό», το φευγαλέο και άχρονο της άμμου της ερήμου που παρουσιάζετε, το 1993, στην έκθεσή σας «Αίγυπτος». Τι σας ώθησε να «αιχμαλωτίσετε» τη Μαύρη Γη ως γη του παντοτινού τώρα;
Στο συλλεκτικό βιβλίο «Σταγόνες» που κυκλοφόρησε σε 700 υπογεγραμμένα αντίτυπα, ακολούθησα μια προσωπική τεχνική που ταίριαζε απόλυτα με την υπέροχη ποίηση της Εύας Δελαβίνια με την οποία είχαμε, πέραν της ανεπανάληπτης φιλίας που μας συνέδεε, μια άψογη συνεργασία. Το βιβλίο προλόγισε ο πανεπιστημιακός και ιστορικός τέχνης Στέλιος Λυδάκης. Κυκλοφόρησε το 1985-86, ταυτόχρονα με έκθεση στην γκαλερί ΘΟΛΟΣ.
Η τεχνική των έργων αυτής της περιόδου μού χάρισε πολλά πετάγματα, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους για το επέκεινα, είχε δε μεγάλες ομοιότητες με την ομορφιά της ακουαρέλας. Είναι αλήθεια ότι μέσα στην κάθε δουλειά του καλλιτέχνη ενυπάρχουν σπερματικά οι επόμενες εσωτερικές διεργασίες για μια καινούργια κραυγή δημιουργίας.
Ο Ηρόδοτος ονόμασε την Αίγυπτο δώρο του Νείλου στον άνθρωπο. Ο Νείλος ο λευκός… το θάμβος της άσπρης ερήμου απ’ την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Ο Νείλος ο κυανούς από τις πηγές της Αιθιοπίας… πηγή εμπνεύσεως… η ακουαρέλα ταιριάζει απόλυτα.
Ο Ηρόδοτος ονόμασε την Αίγυπτο δώρο του Νείλου στον άνθρωπο. Ο Νείλος ο λευκός… το θάμβος της άσπρης ερήμου απ’ την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Ο Νείλος ο κυανούς από τις πηγές της Αιθιοπίας… πηγή εμπνεύσεως… η ακουαρέλα ταιριάζει απόλυτα.
Λευκό, μωβ, βαθύ μπλε, γκριζοπράσινο και κόκκινο… μύριες αντανακλάσεις τυφλώνουν την όραση αλλά ανοίγουν την καρδιά στο χρώμα. Οι ορίζοντες πλησιάζουν σαν άγγιγμα την αέναη άμμο και συνθλίβομαι ανάμεσά τους. Η γνώση γίνεται πνεύμα και το πνεύμα ξυπνά τη δημιουργία.
Η άχρονη έρημος… αυτή η ακίνητη απεραντοσύνη ανοιχτή στους ανέμους. Η ελαφρότερη αύρα διαμορφώνει τοπία ή λαξεύει μονοπάτια που σβήνονται διαρκώς. Η έρημος έχει πλήρη συνείδηση του απόλυτου παρόντος των αφαιρέσεων, είναι ανοιχτή σε όλα τα ενδεχόμενα. Φως και χώρος. Σύμβολο των συμβόλων, αυτή η καθαγιασμένη συνάντηση γεννά και αποκαλύπτει την ίδια την ουσία της αισθητικής.
• Πείτε μας λίγα πράγματα για την αναδρομική έκθεση που ετοιμάζετε τον Μάρτιο.
Αυτό το οδοιπορικό (μιας αναδρομικής έκθεσης) ελλόχευε, εξήντα χρόνια τώρα ως μνήμη μιας πορείας από το 1957 έως σήμερα. Σαν ταινία περνούν από το μυαλό μου πολλές ενότητες έργων που αντιπροσωπεύουν διάφορες εποχές.
Τραγούδια καρδιάς, τραγούδια λυτρωτικά, τραγούδια που είχαν τη δύναμη ακόμα και τον πόνο να τον κάνουν εμβατήριο χαράς, ελπίδας, αισιοδοξίας, τρυφεράδας και αγάπης. Παντού στο βάθος της ψυχής μου το Παιδί, αυτή η πολύτιμη φύτρα της ζωής, η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης για μένα.
Εξήντα ολόκληρα χρόνια αξέχαστα… Τέχνη, δημιουργία, δροσερές νεανικές ψυχές, σημερινές ώριμες υπάρξεις παλαιών μαθητών που ποτέ δεν ξέχασα… ένα ποτάμι από τον ουρανό… η γνώση... έκρηξη χρωμάτων… έκρηξη Φωτός…
• Δεν μπορεί παρά ν’ αποτελεί ύψιστη δικαίωση το γεγονός ότι οι μαθητές σας συρρέουν σε κάθε σας έκθεση, σας επισκέπτονται, σας τηλεφωνούν συνεχώς, αλληλογραφούν μαζί σας. Δεν απευθύνομαι λοιπόν στην πολυβραβευμένη και διεθνώς αναγνωρισμένη εικαστικό αλλά στη Ρένα Ανούση-Ηλία ως δικαιωμένο άνθρωπο – ως άνθρωπο που έφτασε, ίσως και ξεπέρασε, το ζητούμενό του: Μια δικαιωμένη ζωή προϋποθέτει ένα άσβεστο πάθος και ένα ακριβό τίμημα. Τι είναι αυτό που θυσίασε ή στερήθηκε η Ρένα Ανούση-Ηλία για να κρατήσει αυτό το πάθος ζωντανό;
Νιώθω αληθινά στη ζωή μου δικαιωμένη που γνώρισα βαθιά μέσα μου το Παιδί, το υπηρέτησα, το αγάπησα, το θαύμασα, περπάτησα στα μονοπάτια της δροσερής ψυχής του, ρούφηξα το πηγαίο χαμόγελό του, κράτησα σαν φυλαχτό τα ποιητικά λόγια του για να πορεύομαι.
Οι δείχτες του ρολογιού δεν προχωράνε χρόνια τώρα, έμειναν στάσιμοι. Αφουγκράζομαι τις υπέροχες στιγμές ευτυχίας σ’ εκείνο το σπουδαίο εργαστήριο τέχνης και θείας αποκάλυψης. Μυστήριο και αιωνιότητα.
* Η Ρένα Ανούση-Ηλία ήταν, επί σωρεία ετών, στην Εφορία Χαρακτικής του Ε.Ε.Τ.Ε. Έως σήμερα απαριθμεί 30 ατομικές εκθέσεις και πάνω από 200 ομαδικές.
Πολλά έργα της βρίσκονται σε δημόσιες συλλογές.
Μεταξύ των πολλών διακρίσεων και βραβείων που της έχουν απονεμηθεί, ενδεικτικά αναφέρουμε: 1980: Υπουργείο Υγείας και Θρησκευμάτων, 1982: Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, 1995: Τιμητικό δίπλωμα και μετάλλιο από την Ευρωπαϊκή ημέρα σχολείων, 1990: Τιμητικό Δίπλωμα από την ΟΥΝΕΣΚΟ.