Από την Τριλογία ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ του
Χρυσόστομου Κυριαζόγλου
Αυλαίες
Οι τοίχοι έχουν ψεκαριστεί με τους διθυράμβους των ποιητών,
των κολάκων του λαού. Μέσα στους διθύραμβους κρύβεται ο ζήλος μιας γιγαντιαίας σημαντικότητας που δεν μπορεί να γίνει
μήνυμα με απλά λόγια.
Σε καιρούς στεκόμενους δεν πρέπει ο λαός να καταλαβαίνει τα
πάντα, γιατί τότε δεν θα είχαμε τις
πρωταρχικές διακρίσεις της κοινωνίας μας, αυτές σε σόϊ και πορτοφόλι.
Οι πρώτες πύλες των εκκλησιών ανοίγουν διάπλατα, αλλά
θυμάμαι καλά, ότι ο παπά-Καλλίνικος, δεν άφηνε την ζητιάνα να μπεί στην
εκκλησία κατα την διάρκεια της λειτουργίας.
Μπρόστά από αυτές τις πύλες λοιπόν σταματάει και η
λαγνεία των γυναικών πού έχασαν τον άντρα τους, φρουρημένη από τους κλέφτες της
αιδούς, και
στολισμένη με βιολέττες.
Και πάλι ακούγονται τα γνωστά εμβατήρια.
Χώνονται στις σχισμές των παλιών επίπλων και θυμίζουν τους
ηρωϊσμούς του παρελθόντος, αλλά όχι τις συναφές καταστροφές.
Ο καπνός μόλις ανεβαίνει προς τα πάνω, ίσιος σαν κυπαρίσσι.
Κάποιος θέλει να σβύσει τα φώτα, να βγάλει την πρίζα,
και να χτυπήσει μελωδικά μια κιθάρα, πολύ πιο μακρυά από
τις αποχρώσεις του θάρρους μα κανείς δεν τον ακούει.
Τα εμβατήρια και οι προσευχές έχουν μπει
στη στεντόρια.