Ρίξε
μια μούντζα
Γράφει ο Κώστας Μπιλίρης
Το
άκρον άωτον της αγανάκτησης είναι η μούντζα. Και μιας και είσαι μονίμως
αγανακτισμένος, μην αργείς. Βρε ναι, σου λεω. Ρίξε μια μούντζα και
φασκελωκουκούλωστα. Εδώ που φθάσαμε, δε
μένει τιποτ΄άλλο. Η μούντζα έγινε καθήκον. Πες την αλήθεια. Ομολόγησέ το. Πόσες
φορές κάθε μέρα δε σούρχετε να τεντώσεις τα χέρια μουντζώνοντας; Πόσες φορές
δεν υποχρεώνεσαι να βγάλεις την πίκρα σου με μια κατευθυνόμενη μούντζα; Να
στρέψεις την ανοιχτή παλάμη σου προς τα μάτια κάποιου μισητού προσώπου, ή
εναντίον τόσων πραγμάτων; Ας πούμε προς
το αυτοκίνητο που σε προσπέρασε αντικανονικά.
Μη
συγκρατιέσαι, κάντο. Ρίξε μια μούντζα να ξεθυμάνεις. Μα είναι πέρα από τις
αρχές σου. Δεν πειράζει. Εσύ κάντο και ξέχνα την αυτοκριτική. Ρίξε μια μούντζα
κι ας μη το συνηθίζεις. Ας είναι έξω από τη συμπεριφορά σου. Θα είναι μέσα στις
χρήσιμες συνήθειες του λαού μας. Ρίξε μια μούντζα κι ας μην συμφωνείς. Αυτός
που θα την εισπράξει, δεν το ξέρει. Τη ρίχνεις και ξεσπάς. Ξεσπάς και ξεσκάς.
Ξεσκάς και ξεσκεπάζεις…..
Ρίξε
μια μούντζα και με τα δυο σου χέρια. και με τα δέκα δάχτυλα. Αν από το ένα χέρι
είσαι κουλός, σήκωσε το ποδάρι και αναπλήρωσέ το. Θα κάνεις και γυμναστική.
Ρίξε μια μούντζα, όταν δε βρίσκεις κάτι να πεις. Στείλε καταπάνω τους δέκα
τεντωμένα δάχτυλα-καρφιά. Ρίξε μια μούντζα στην αποτυχία σου και στη
στραβοτιμονιά σου. Σε όσους εύχονται το κακό σου. Σε κείνους που στερούν το
καλό σου. Ρίξε τη μούντζα σου κι ας πεισμώσουν. Κι ας σε κακοχαρακτηρίσουν.
Κι
ας σε βλαστημήσουν. Να ξέρεις πως δεν θα μετανιώσεις. Δε θα βγεις χαμένος.
Άλλωστε δε θα ρισκάρεις. Δεν υπάρχει ποινή για τη μούντζα. Δεν προβλέπεται
τιμωρία. Ούτε στις δέκα εντολές συμπεριλαμβάνεται. Ρίξε μια μούντζα κι ας είναι
ο στόχος κινούμενος. «Να! Ναααα! Να ρε πούστη»! Ας ακούσει πότε-πότε και ο πούστης
το κουσούρι του. Ας ακούσει την κραυγή σου, τη μεθυσμένη από αγανάκτηση. Ρίξε
μια μούντζα κι ας μη σου αρέσει σαν αντίδραση. Κάποιοι ηδονίζονται να τη
σερβίρουν.
Και
σε ρωτάω: οι περισσότεροι που πουλάνε μούρη στα τηλεοπτικά παράθυρα, δεν
προκαλούν τη μούντζα σου; Ρίξε μια μούντζα και ξέσπασε. «πάρε δέκα και βούλωσέ
το». Ρίξε μια μούντζα και βγάλε το άχτι σου.
Και
βγάλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Ααααχ! Νάααα. Το φχαριστήθηκα.
Πήγε
να ξεκολλήσει το χέρι μου, αλλά χαλάλι». Ρίξε μια μούντζα και πες εκείνο το
γνωστό. «Να έξω απ΄ τα βακούφικα». Δηλαδή συμφορά να πέσει όθε μουντζώνω με
εξαίρεση τις εκκλησίες.
Ρίξε
τη μούντζα σου και εξηγήσου άμα λάχει». Σε μουντζώνω επειδή είσαι καθίκι.
Επειδή είσαι βρωμόψυχος και κωλάνθρωπος. Πάρτα ρε μπάσταρδε. Πάρτα να μη στα
χρωστάω. Πάρτα ρε σύχαμα. Τα δάχτυλά μου καρφιά να γίνουν στα μάτια σου. Τύφλα
κακιά να σε βρει».
Μην
κολώνεις και μη ντρέπεσαι. Ρίξε μια ευθεία βολή καραμουντζαρίας. Συνόδεψέ την
και με ανάλογο φραστικό ξεσπάσπατα.
-Να που να μην ξαναδείς αστέρια.
Να που να σε σέρνουν με το ράμμα. Να που να μην ξαναδείς την Κατερίνα Στικούδη
με μαγιό. Να να νααααααααα».
Ρίξε
μια μούντζα στους Ευρωπαίους ηγέτες. Ατλαντικούς και λοιπούς σύμμαχους. Χάρισε
πέντε φάσκελα στους κυρίους ανθέλληνες.
Ρίξε
μια ευθεία βολή στους φαιδρούς μυαλοπώληδες. Δώσε την ανοιχτή παλάμη σε μια
κωλόφατσα. Στρέψε τα τεντωμένα σου δάχτυλα στη μούρη κάποιου ρουφιάνου.
Ρίξε
μια μούντζα στους δειλούς και ανάξιους. Σε όσους βυζαίνουν ακόμη το δάχτυλο.
Ρίξε μια μούντζα στα φίδια που σέρνονται ύπουλα. Κυρίως σε κείνα που περπατούν
όρθια. Κι αν βολευτείς ρίξε και μια μαγγουριά κατακέφαλα.
Ρίξε
μια μούντζα σ΄αυτούς που βάζουν το χαμόγελο παγίδα. Σ΄αυτούς που χρυσώνουν το
χάπι. Σ΄αυτούς που καρυκεύουν τα λέσια και τα σερβίρουν έδεσμα πολυτελείας.
Σ΄αυτούς που στραβώνουν το αγγούρι και σε υποχρεώνουν να το χωνέψεις. Σε όσους
ζαχαρώνουν τ΄απορρίματα και σε καλούν να γευματίσεις.
Ρίξε
μια μούντζα σε όσους έταξαν, μα δεν έδωσαν. Σε όσους παραπλάνησαν και
παρέσυραν. Σε όσους διακήρυξαν δικαιώματα κι έσφαξαν εκείνους που φθονούσαν.
Που
ζημίωσαν και ποδοπάτησαν τη ζωή των άλλων. Σ΄αυτούς που έπνιξαν τα όνειρά μας
στο κύμα της αδιαφορίας τους. Ρίξε μούντζες όθε βολεύεσαι. Ναι βρε. Τι σου
τάχει δώσει τόσα δάχτυλα ο θεούλης; Να ξύνεις τον πισινό σου, ή να γαργαλάς
κλειτορίδες;