Από την Ύβρη στη Μετάνοια
Επειδή θεωρώ μάταιο να επαναλαμβάνω όσα έγραφα δεκαετίες πριν (όπως και πολλοί άλλοι) για την οικονομία, τον πολιτισμό, την πολιτική, την ανάπτυξη και την κοινωνία. Πιστεύω ότι είναι ίσως ενδιαφέρον να διηγηθώ ένα πρόσφατο όνειρο μου.
«Έβλεπα να είμαι σε μια γιορτή στον κήπο ενός ακριβού ξενοδοχείου πάνω στην αμμουδιά στο Σούνιο, δίπλα στον ναό του Ποσειδώνα. Εκεί ήταν μαζεμένοι πολλοί αγαπημένοι μου. Όλα ήταν υπέροχα. Όλοι το γλεντούσαμε, ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι.
Ξαφνικά, νωρίς το απόγευμα και ενώ ο ήλιος έλαμπε ψηλά, είδα ένα τεράστιο κύμα σαν τσουνάμι να έρχεται κατά πάνω μας. Άρχισαν όλοι να ουρλιάζουν και να τρέχουν πανικόβλητοι. Εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ, μια δύναμη με καθήλωσε στην άμμο. Έμεινα εκεί μαρμαρωμένος και έβλεπα το κύμα με ταχύτητα να έρχεται να με κατασπαράξει.
Εξίσου ξαφνικά, το κύμα χάθηκε, η θάλασσα έγινε λάδι και άρχισαν ν’ αναδύονται και να περπατούν πάνω της εκατοντάδες άνθρωποι, ερχόμενοι προς το μέρος μου.
Στην αρχή, οι μορφές τους ήταν απροσδιόριστες. Όσο πλησίαζαν, αναγνώρισα αυτούς που οδηγούσαν το πλήθος. Ήταν ο Πλάτωνας ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος και ο Ιπποκράτης. Άρχισαν να μου φωνάζουν πολύ θυμωμένα, με καθαρό όμως λόγο. Αυτά που έλεγαν ήταν σαν να με κάρφωναν με μαχαίρια στην καρδιά μου. Έτρεμα από την ντροπή, τη λύπη και τον φόβο του. Πονούσα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να τους απαντήσω.
Από τα τόσα πολλά που μου είπαν, θυμάμαι και μου έμειναν ως νόημα τα παρακάτω: «Όλοι, με κατηγορούσαν διότι είμαστε ανάξιοι απόγονοί τους. Καταστρέψαμε τις έννοιες, τις αξίες, τις αρχές, ολόκληρο τον πολιτισμό που μας άφησαν κληρονομιά. Έριχναν και σε μένα προσωπικά ευθύνη που καταστρέψαμε την πατρίδα μας. Έλεγαν ότι μας άφησαν την πιο όμορφη χώρα στον κόσμο, Παρθενώνες κι έναν πολιτισμό που πήραν άλλες χώρες και προόδευσαν, ενώ εμείς επιλέξαμε άλλες αξίες, κάναμε εμφύλιο, χούντα, πολεοδομικές και οικονομικές καταστροφές. Ο Αριστοτέλης φώναζε για την ηθική, το κοινό καλό και τις αρετές που μας άφησε κληρονομιά και τις ξεχάσαμε, όπως η φρόνηση, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη. Ο Πλάτωνας, με αυστηρή φωνή, έλεγε ότι δεν διδαχθήκαμε τίποτα από όσα έγραψε για την πνευματική αριστοκρατία και τους ηγέτες. Κατηγορούσε τους πολιτικούς διότι συμπεριφέρονται χωρίς κοινωνική ευθύνη και αγνοούν τον πλούτο της αρχαίας φιλοσοφίας για την ηγεσία και την πολιτεία. Λειτουργούν ως ηγεμόνες και δημαγωγοί, και όχι ως ηγέτες – “Κι εσύ μένεις σιωπηλός” μου είπε. Ο Σωκράτης με ρωτούσε, και απαιτούσε να απαντήσω, γιατί ξεχάσαμε το “γνώθι σαυτόν” και το “εν οίδα ουδέν οίδα” και γίναμε αλαζόνες, θεωρώντας πως όλα τα ξέρουμε. Ο Επίκουρος θυμωμένος με ρωτούσε γιατί παρατήσαμε τις γνήσιες απολαύσεις της ζωής, όπως την αγάπη, τον έρωτα και τη γαλήνη, που οδηγούν στην ευδαιμονία, και γίναμε αιχμάλωτοι της απόκτησης και κατανάλωσης υλικών αγαθών.Γιατί ξεχάσαμε τον άνθρωπο, το κάλλος του σώματος, του μυαλού και της ψυχής, και την καλή ζωή. Ο Ιπποκράτης απορούσε γιατί περιφρονούμε και καταστρέφουμε τη φύση, ενώ μας δίδαξε το “ηγεμονικότερον απάντων φύσις”. Στη συνέχεια, όλοι μαζί τραγουδούσαν, όπως ο χορός στις αρχαίες τραγωδίες: “Είστε ανάξιοι κληρονόμοι μας. Ο Ελληνισμός θα ζει στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία και παντού, αλλά εσείς οι Έλληνες θα εξαφανιστείτε σύντομα. Η Ύβρις σας θα φέρει τη νέμεση και την τιμωρία των θεών που θα είναι η καταστροφή σας”. Ξαφνικά χάθηκαν και τη θέση τους πήρε το τσουνάμι. Μόλις είδα να με παίρνει, ξύπνησα με λυγμούς.
Για να συνέλθω έγραψα το παρακάτω:
ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Σου φώναζα/ αλλά εσύ ατάραχη θωρούσες τα στολίδια/ Δεν σ’ άφηνε η πλάνη τους ν’ αντικρίσεις τον καιρό/ Κι όμως είμαστε ένα βήμα πριν τον θάνατο/ Τώρα σε τύλιξε η νύχτα/
Τρέμεις/ ο φόβος πνίγει την ανάσα σου/ Δες πώς μοιάζει νεκρή η ζωή/ Κοίτα, ο καμβάς είναι σκισμένος/ τα χρώματα χύθηκαν / οι λέξεις έσβησαν/ Τώρα τι σημασία έχει η θλίψη/ ο θυμός/ η οργή /ο φόβος / Μόνο άσε το δάκρυ να πονέσει τα μάτια σου/ Νιώσε τον πόνο δυνατά/ μήπως και λυτρωθούμε/ Άπλωσε τα χέρια σου ν’ αγγίζουν την αχτίδα της μετάνοιας/ Ίσως το φως της να φέρει την ανάσταση/ Ποιος ξέρει;/ Τότε μπορεί να συναντηθούμε ξανά