Άνοιξη – η αρχετυπική,
μυστηριακή νίκη της Ζωής
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολονών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Γιε μου, στις φλέβες ολονών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος
Γράφει η Αργυρώ Πατσού
Αλαφιάζονταν κάποτε, απ’ άκρη σ’ άκρη
της γης, πανάρχαιες ψυχές στων νυχτών τα σκοτάδια. Ποιες απειλές, ποιοι
δαίμονες, στα ερεβώδη βάθη καιροφυλακτούσαν; Ύπνο ή θάνατο –πώς να τους
διαχώριζαν– θα έφερνε, στ’ αποκάρωμα των κορμιών, εκείνο το ασημένιο Πρόσωπο
αλλόκοτα που φερότανε, λιγόστευε και γέμιζε, θύμιζε πότε-πότε κέρατο, σήκωνε τα
κύματα και είχε τελέσει συμφωνία μυστική με το αίμα, τα παραξενοφερσίματα και
τα εκστασιάσματα των θηλυκών που έμοιαζε να έχει αποπλανήσει;
Λιανοχάραγα σχέδια στον ουρανό,
ασπαίροντες αστερισμοί σα να χαρτογραφούσαν την τυφλή, φοβισμένη, εξελικτική
πορεία που αναζητούσε τρόπο ν’ αποσπαστεί από το χάος για να εκδηλωθεί σ’
αρμονικά ξεδιπλώματα. Ο Ήλιος την τάξη έφερνε στο νου και την ψυχή· ο Ζωοδότης
Ήλιος τις απειλές καταλάγιαζε. Σε προαγγελτικό λύτρωμα αυγινό, την ουρανική
σκυτάλη έπαιρνε, και ο Κόσμος ήτανε απτός, ψηλαφητός, πιο εύκολος, φιλόξενος
παραπάνω. Πόση αναθάρρηση έφερνε εκείνη η στιγμή που μέρες και νύχτες ίσες και
ισάξιες γίνονταν! Η στιγμή της Εαρινής Ισημερίας, αντικατοπτρισμένη στην
πραγμάτωση του πιο μύχιου ανθρώπινου πόθου: ισόθεος ο άνθρωπος να γίνει. Οι
ηλιακές θρησκείες χρυσαλίδες λαμπύριζαν.
Το αρχέτυπο του ηλιακού θεού που
πραγματοποιεί το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο και επιστρέφει σωσμένος, βαθιά ριζωμένο
στη μεταθανάτια αγωνία της ανθρώπινης ψυχής που τα βύθια της συνυφάνθηκαν με
τους κύκλους και τις εναλλαγές των εποχών, επιστρέφει κάθε άνοιξη για ν’
αναπτερώσει την ελπίδα για αιώνια συνέχεια.
Άνοιξη και ο Έρωτας της Γης,
προσωποποιημένης σε θεές μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα, τους ηλιακούς θεούς
ανασταίνει. Οδυνηρά ζητημένος, γιορτινά αποκτώμενος, φλόγινος ο ανεκτίμητος
σπόρος τους αναθάλλει την ομορφιά τους. Ψυχές των νεκρών αναρριχώνται στα
λουλούδια που μήνες λαχταρίζαν το παράφορο συναπάντημα με τους ζωντανούς, σαν
ονειρεύονταν μέσα στο μαρασμό, τούτο το συνδαύλισμα που το ‘ξεραν πως θα ‘ρθει.
Και ο αφοπλισμένος Θάνατος; Πώς να φονεύσει τη γητειά στην έρημη καρδιά του που
καρφώθηκε, σαν άρχισε να κρυφοπάλλεται στους κραδασμούς, την πανδαισία των
χρωμάτων, τα υγρά γεννητικά όργανα, τις πλανεύτρες γκριμάτσες, το υποσχόμενο
βλέμμα, τους τελετουργικούς χορούς που στον ρυθμό τους αναπάλλονται τα έγκατα
της Γης της νυφοστολισμένης; Η Μεταμόρφωση παίρνει υπό τη σκέπη της τους δύο
Αιώνιους Εραστές. Σε Ιερό Γάμο, το αιώνιο Δίπολο Θάνατος-Ζωή, σμίγει και
οργασμικά γεννά στα Δώματά της.
Για να γίνουν ισόθεοι οι θνητοί, οι
θνήσκοντες θεοί –ο Κρίσνα, ο Βούδας Σακία, ο Άττις, ο Ταμμούζ, ο Θούλις, ο
Χεσούς, ο Κετσακοάτλ των κόκκινων γιων του Μεξικού, ο Ίντρα, ο Μπάλι, ο
Προμηθέας, ο Ιδαίος Δίας, ο Κουιρίνους, ο Ιησούς– διαμελίζονται σε μοίρασμα της
θείας ουσίας τους (αρχετυπικός συμβολισμός και λατρευτικό δρώμενο που, μέσα από
τις χιλιετίες, καταστάλαξαν στη χριστιανική θεία κοινωνία), ευνουχίζονται,
λαβώνονται θανάσιμα, τελευτούν σε σταυρικές θυσίες ή δέντρα. Φωλιασμένος στα
Ιερά Δέντρα των θρησκειών, στην ταυτόχρονη προς τα πάνω και προς τα κάτω
ανάπτυξη, το σμίξιμο Ουρανού και Γης, πνεύματος και ύλης, ο πανάρχαιος σταυρός,
σύμβολο των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, των τεσσάρων στοιχείων, των τεσσάρων
διαιρέσεων του ενιαυτού, εμπεριέχει και εμπεριέχεται στην Ολότητα, υποδηλώνει
και υποδηλώνεται από τον κύκλο. Δέντρο το φέρετρο τού Όσιρι που το ξύλινο
ομοίωμα του κομμένου φαλλού του τον ξαναφέρνει στη ζωή ως Ώρο την εποχή που ο
Νείλος πορφυρώνεται, γίνεται αίμα, πάθος και ζωή. Στερεύουν τα δάκρυα της
αδελφής που από τη σύλληψη στην ίδια μήτρα ήταν η ερωμένη του που συλλαμβάνει
τώρα απ’ αυτόν και τον αναγεννάει. Στα Μυστήρια της Ίσιδας αναπαρίσταται το
θείο δράμα, ο άνθρωπος κοινωνά την ίδια την καταγωγή του, άμεσα εμπλεκόμενος
στο Κοσμικό Δρώμενο, μην μπορώντας ν’ απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα που
αρχίζει δειλά ν’ αναφαίνεται: είναι οι θεοί η Σκηνή και η προβολή της ψυχής του
ή είναι η ψυχή του η Σκηνή και η προβολή των θεών του; Στα Ιερά Μυστήρια, το
ερώτημα σβήνει και καταλύεται μέσα σε μιαν απάντηση που μοιάζει να το προσπερνά
– στην κατάφαση, το ανθρώπινο ναι, τη μέθεξη πομπού και δέκτη, όποιοι και να
είναι.
Από την Μαύρη Γη, την Αίγυπτο, στη
Φοινίκη, ο ηλιακός Όσιρις μετατρέπεται στον Αδωνάϊ ή Άδωνη. Δεινός κυνηγός, ο
Αδωνάι τρέχει στο όρος Λίβανος, όταν οι χαυλιόδοντες του κάπρου
(προσωποποιημένου χειμώνα) μπήγονται στα γεννητικά του όργανα καταφέρνοντάς του
το θανάσιμο πλήγμα. Βάφονται κόκκινα τα νερά του Άδωνη Ποταμού στη Φοινίκη. Με
το άψυχο σώμα του στην αγκαλιά κλαίει απαρηγόρητη η Αφροδίτη. Βαραίνει τον
αέρα, στα Αθηναϊκά Αδώνια, ο πένθιμος αυλός, η γίγγρα, να συνοδέψει τους
θρήνους, τα Αδωνίδια, την πρώτη μέρα του Αφανισμού. Σε δυο νεκροκρέβατα μπροστά
στα σπίτια απιθώνονται τα κέρινα, πήλινα ή ξύλινα ομοιώματα των δυο
συντετριμμένων εραστών. Και ολόγυρα οι Κήποι του Αδώνιδος – γλάστρες ή κοφίνια
με γρήγορα αναπτυσσόμενα φυτά, γλυκάνισο, κριθάρι, μάραθο, μαρούλι και αγγεία
με μέλι, λάδι, κεχρί, στάρι, φακή.
Ξυπόλητες, γυμνόστηθες, κόρες λυσίκομες
με στάχτες στα μαλλιά, μοιρολογήτρες σε πομπή, ρίχνουν στα νερά τα ομοιώματα
και τους Κήπους του ωραίου Άδωνη. Σμύρνα, κόκκινα αυγά, αναμμένα κεριά, καλάθια
κατάφορτα με λουλούδια, γλυκίσματα γνωστά ως πλακούντες και τάπητες
ξετυλίγονται με χαραγμένες πάνω τους σμιχτά τις δυο κλίνες που πάνω τους θα
ξανανταμώσουν, την επομένη του Αφανισμού, την ημέρα της Ευρέσεως, σε Ιερό Γάμο,
ο Άδωνις και η Αφροδίτη.
Με την αναπαράσταση του θανάτου του
Διονύσου Ζαγρέα και μεταμόρφωσή του, κατόπιν παρέμβασης της Θεάς Αθηνάς, σε Διόνυσο
Άνθιο, που στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε Διόνυσο Ελευθερέα, το Πνεύμα
θριαμβεύει επί της Ύλης στα Ορφικά Μυστήρια. Στον τρίτο βαθμό μύησης που
λαμβάνει χώρα στην Εαρινή Ισημερία, ο Άρφα (εκείνος που γιατρεύει με φως, ο
Ορφέας) παρουσιάζεται στον μύστη που κοινώνησε την ανάρια, διάφεγγη ατμόσφαιρα
των ανοιξιάτικων χρωμάτων και αρωμάτων και γίνεται οδηγός του σαν εγκαταλείπει
την πυκνή, ύλη, εξαϋλώνεται και κερδίζει την Αθανασία. Οι Ορφικοί τελούν τα
ωμοφάγια, συμποσιαζόμενοι με τον Διονυσιακό Ταύρο, σύμβολο της αθανασίας της
ανθρώπινης ψυχής. Στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο Διόνυσος Ελευθερέας παίρνει την
Περσεφόνη (μια από τις λίγες γυναικείες θεότητες που βιώνουν το ταξίδι στον
Κάτω Κόσμο) από τον Πλούτωνα, την φέρνει στον Όλυμπο, ουρανοποιώντας και
αθανατοποιώντας την.
Το γιορτάσι της ζωής και της ηδονής
ακολουθεί την οδύνη της απώλειας του αγαπημένου. Μέσα στην ίδια εποχή,
ολοφυρμοί, γοεροί θρήνοι, επικλήσεις, λαμπαδηδρομίες, προσφορές σφαγίων για
εξευμενισμό, φαλλοφορίες, ιερές πομπές, επιζητούν το ξαναφανέρωμα, την ανάσταση
του ηλιακού θεού. Ο Διόνυσος επιστρέφει και τριγυρίζει παντού, ακολουθούμενος
από αχαλίνωτες και εκστατικές μαινάδες, αυλητρίδες, ορχηστρίδες, σατύρους και
σειληνούς.
Στο επιστέγασμα των θρησκειών, και ως η Ύστατη, συνειδητή πια, Σταυρική Θυσία, ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αμνός (σύμβολο του Κριού και της Εαρινής Ισημερίας αλλά και του αμνού που ζωγραφιζόταν στις πόρτες των Εβραίων, όταν η Αίγυπτος θρηνούσε τα πρωτότοκά της, στην Έξοδο) επί σφαγή στο μοτίβο της νεκρανάστασης.
Στο επιστέγασμα των θρησκειών, και ως η Ύστατη, συνειδητή πια, Σταυρική Θυσία, ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αμνός (σύμβολο του Κριού και της Εαρινής Ισημερίας αλλά και του αμνού που ζωγραφιζόταν στις πόρτες των Εβραίων, όταν η Αίγυπτος θρηνούσε τα πρωτότοκά της, στην Έξοδο) επί σφαγή στο μοτίβο της νεκρανάστασης.
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει
η πάναγνός σου μήτηρ,
σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις
ήκουσι μυρίσαι
Χριστόν το θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω
συ θανατοίς, Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου.
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει
η πάναγνός σου μήτηρ,
σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις
ήκουσι μυρίσαι
Χριστόν το θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω
συ θανατοίς, Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου.
Ταξίδι-σπείρα η ψυχή
από τη Μάνα Γη, το χώμα, την ερωμένη, τη σύντροφο την αδερφή –τη θηλυκή αρχή
που ξεκίνησε το προβολικό ταξίδι της από τη Σελήνη και το σταμάτησε στην
Παναγία– αναζητά αιώνια την αρσενική αρχή – τον σύντροφο, τον εραστή, τον
Ουρανό, τον Πατέρα. Οι μύθοι λένε πως κάποτε τα δάκρυα στεγνώνουν, στο Σμίξιμο,
στον Ερμαφρόδιτο του Πλάτωνα, στα βάθη του Ολοκληρωμένου Ανθρώπου.