Δυνατός δεν είναι εκείνος που δεν έχει λυγίσει ποτέ..
Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη
12 η ώρα, μεσάνυχτα. Όλοι έχουν κοιμηθεί, ησυχία στους δρόμους.
Ήμουν ξύπνια, ανήσυχη, ύπνο πάλι δεν είχα. Στριφογύριζα στο μαξιλάρι μου, οι σκέψεις μου δε με άφηναν, όσο και αν προσπαθούσα.
Αποφάσιζα να σηκωθώ – γιατί να με βασανίζω αφού ύπνος δε μου έρχεται;
Σηκώθηκα και έβαλα να ακούσω εκείνη την παλιά κασέτα με τις μεγάλες επιτυχίες των Queen – η κρυστάλλινη φωνή του Freddie Mercury πάντα θα είναι ένα φάρμακο όταν η ψυχή μου πονάει.
Και έμεινα εκεί, καθισμένη στο γραφείο μου.
Και αναλογιζόμουν τη ζωή μου, τα λάθη μου, εσένα που εξαφανίστηκες, τα μηνύματά μου που δεν απαντήθηκαν.
Και άρχισα να με κατηγορώ, γιατί θεωρούσα ότι είμαι και ανεπαρκής και ίσως να μην άξιζα τόσο και για αυτό μου φέρθηκες έτσι, και για αυτό τότε δεν τα κατάφερα.
Πήγα στην κουζίνα και έφαγα κάτι βιαστικά – νηστική ήμουν όλη μέρα.
Και με έπιασαν τα κλάματα, γιατί άραγε να ένοιωθα έτσι;
Οι τοίχοι στο δωμάτιό μου με είχαν πνίξει, ένοιωθα να ψάχνω να βρω μία διέξοδο και κάποιος είχε κλέψει το κλειδί και με είχε αφήσει κλειδωμένη μέσα.
Σκεφτόμουν τη ζωή μου, εκείνα που δεν κατάφερα, την πρώτη μου αποτυχία στις εξετάσεις, τους φίλους μου, τον ερωτά μου τον ανεκπλήρωτο, τα πάντα.
Ένοιωθα να σηκώνω στην πλάτη μου όλο το βάρος του κόσμου και σαν ένας άλλος Άτλαντας το κρατούσα και με τα δύο μου τα χέρια.
Δεν μπορούσα να ξεφύγω, είχα παγιδευτεί μέσα σε ένα έλος.
Γιατί δεν αισθανόμουν όμορφη, γιατί ένοιωθα αποτυχημένη, γιατί δεν απαντούσες, γιατί, γιατί, γιατί.
Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στους δρόμους, πρέπει να ήταν 3 η ώρα το ξημέρωμα.
Δε σκούπισα τα δάκρυά μου, τα άφηνα τα τρέξουν ελεύθερα. Δε ντρέπομαι για τα δάκρυά μου – ας με χαρακτηρίσουν όπως θέλουν. Αλλά ήταν τόσο αργά, όλοι εκείνοι την ώρα κοιμόντουσαν.
Περπάτησα στην παραλία και κάθισα στα βραχάκια, σκεπτόμενη τη ζωή μου.
Ένοιωθα ένα μαχαίρι να μου σκίζει την καρδιά , άρχισα να κλαίω δυνατά, ήμουν τελείως μόνη μου.
Γιατί δεν ένοιωθα όμορφη, γιατί ένοιωθα ότι είμαι αποτυχημένη, σκεφτόμουν αν αυτό που είμαι αξίζει την εκτίμηση και την αγάπη.
Σε μία στιγμή, σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα ψηλά στον ουρανό – πόσο όμορφος είναι τη νύχτα!
Φάνηκα τόσο μικρή μπροστά του, μπροστά στο άπειρο και τα αστέρια.
Νομίζω, όποιος δεν έχει ατενίσει τον ουρανό μέσα στη βαθιά νύχτα, έχει χάσει ένα δείγμα απόλυτης, μοναδικής ομορφιάς.
Έμεινα εκεί ξαπλωμένη, ατενίζοντας το άπειρο.
Θυμήθηκα εκείνο που είχε πει ο Carl Sagan: «Είμαστε πεταλούδες που πετάνε για λίγο και νομίζουν ότι αυτό θα διαρκέσει για πάντα.»
Με πήρε για λίγο ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα το ρολόι μου, πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα. Κόντευε να ξημερώσει, ήταν τέσσερις το χάραμα.
Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στα μάτια μου, μέσα μου κάπως είχα αλαφρύνει.
Γύρισα σπίτι, η μουσική ακόμα έπαιζε στο δωμάτιό μου.
Έκανα ένα μπάνιο, άφησα το κρύο νερό να τρέξει επάνω μου.
Με κοίταξα στον καθρέφτη και τότε φώναξα:
«Γιατί δε σε αγαπάς όπως σου αξίζεις;
Γιατί περιμένεις οι άλλοι να κρίνουν την αξία σου και μετράς το πόσο αξίζεις από το πόσο αγαπήθηκες από κάποιον, κάποια, κάποιους;
Γιατί σε υποτιμάς, γιατί δε μπορείς να δεις πόσο όμορφη είσαι;
Άστα εαυτέ, άστα. Κάθε μέρα να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να λες: Αξίζεις, ακόμα και αν βρεθούν τόσα και άλλα τόσα ανθρωπάρια στο δρόμο σου και σου φερθούν άσχημα.
Είσαι όμορφος ότι και αν γίνει.
Αδιαφορώ για το δηλητήριο που υπάρχει στην ψυχή των άλλων , εγώ έχω εμένα.»
Ήξερα ότι δυνατός δεν είναι εκείνος που δεν έχει λυγίσει ποτέ. Αλλά εκείνος που ακόμα και όταν λύγισε, βρήκε τη δύναμη και το πάλεψε.
Ακόμα και αν βυθιστεί σε ένα έλος, ακόμα και αν όλα τα έβλεπε μαύρα.
Όχι, ότι τα πίστεψα όλα αυτά που μου είπα αμέσως- αλλά το πάλεψα, το πάλεψα πολύ.
Πάλεψέ το και εσύ που με διαβάζεις.
Όταν νοιώσεις μόνος, κοίταξε τον ουρανό. Είμαστε μικροί, έτσι; Έτσι και τα προβλήματά μας είναι, μικρά και αντιμετωπίσιμα, έτσι είναι και εκείνοι που μας πλήγωσαν.
Όλα περαστικά, γιατί ο εαυτός μας έχει περισσότερη δύναμη και αξία από όση εμείς πιστεύουμε ότι έχει.