Η ΓΡΙΑ, Η ΣΤΕΡΓΙΝΑ
(Αφήγημα)
του Κώστα Μπιλίρη
Η γριά η Στέργινα - Θεός σχωρέστην-
ήταν μαζί με όλα τ’ άλλα της και μια εφημερίδα του χωριού. Αν ήθελες
να μάθεις κάτι εμπεδωμένο και φιλτραρισμένο, σ’ αυτήν θα πήγαινες. Τα ήξερε όλα. Τα ήξερε όλα, επειδή ρωτούσε για όλα. Και για όλους. Ακόμη και από τα νήπια προσπαθούσε ν’ αρμέξει πληροφορίες. Ρωτούσε για όλα και
τα μάθαινε
όλα. Της άρεσε να τα ξέρει και να τα παρακολουθεί. Και δεν ήταν από απλή περιέργεια. Νόμιζε πως έτσι συμμετέχει στη ζωή. Πως δεν είναι ξεκομμένη στο περιθώριο.
Άσε που
θυμόταν και τα περισσότερα. Αν λάχαινε στο δρόμο σου, δεν τη γλίτωνες την ανάκριση.
Με καλή προαίρεση οφείλω να ομολογήσω. Απαιτούσε
να δώσεις αναφορά περί πάντων και πασών. Δε χόρταινε κουβέντα.
Υπέφερε βλέπεις από μοναξιά και εγκατάλειψη. Αν συναντιόσουν μαζί της, έπρεπε να ξεγράψεις
μισή ώρα και βάλε από το πρόγραμμά σου. Ένα
μπουρ-μπουρ ατελείωτο. Δε θα παρέλειπε
τίποτε. Δε θα της ξέφευγε το παραμικρό.
— Και δε μου λες παιδάκι
μου είσαι καλά;
— Καλά είμαι γιαγιά Στέργινα.
— Τι κάνει η μάνα σου; Ματάνε γκαστρωμένη έμαθα. Καλά μου τώπαν;
Ασφαλώς δεν θα σταματούσε εκεί. Θα προχωρούσε το ενδιαφέρον της για όλη την ανιούσα και κατιούσα
κλίμακα του σπιτιού σου.
— Και δε μου λες παιδάκι
μου καλά είναι ο πατέρας σου; Ο παπ- πούς σου, η γιαγιά σου; Είχε έναν λόξυγκα μου είπαν. Της πέρασε;
— Της πέρασε, της πέρασε.
— Τα μικρά καλά τάχετε; Μούπαν η Μορφούλα ήταν βασκαμένη.
— Την πήγαμε στη Μαλλούσαινα και την πέρασε από φλιτζάνι.
— Και γιατί δεν τη φέρατε να την ξεματιάσω εγώ;
— Να μη σε βάλουμε σε κόπο.
— Άϊ τι λέει! Και δε μου λες παιδάκι μου θα…
— Άλλη φορά. Βιάζομαι
τώρα.
Κάποια στιγμή παύαμε να την ακούμε και φεύγαμε. Εκείνη παρέμενε και στρατοκαρτερούσε έξω από την αυλόπορτα, τον καινούριο συζητητή.
Και ρώτα τον ένα, ρώτα τον άλλο, ήξερε όλες τις κινήσεις των χωριανών.
Έστελνε και παραγγελίες. «Να τρώτε κάθε πρωί κατσαμάκι.
Κρα- τάει τον άνθρωπο ζωντανό. Πες της Θοδώρας να φτιάσει κανα- δυό παιδιά ακόμα. Τι σκιάζεται; Μην ξετανύσει ο αφαλός της»;
Και ήταν γεμάτη όρεξη, γεμάτη νιάξιμο για συζήτηση. Θα έβρισκε να ρωτήσει.
— Γέρεψε η φοράδα; Το βάψατε το σπίτι; Το μπαλώσατε το φούρνο πούχε ραγίσει;
Πότε θα το βαφτίσετε
το μικρό; Άκουσα για την άλλη βδομάδα. Να φυλαχτείτε από βροχή και από κρύο. Και δε μου λες παιδάκι μου, έγραψε απ’ τα ξένα κείνος ο μπάρμπας σου ο Αμερικά- νος;
— Έγραψε, έγραψε.
— Και δε μου λες παιδάκι μου η μάνα σου πήγε στο παζάρι;
— Πήγε, πήγε.
— Και τι καλούδια έφερε;
Της πέταξα μια λέξη πρόχειρης κατασκευής, που μούρθε.
«Ξηροτσιρούλια» Και
συμπληρώνω για να την μπερδέψω
περισσότερο. «Ξηροτσιρούλια και τσουμπανέματα».Η απορία της εύλογη,
που εκδηλώνεται άμεσα.
— Και τι φτιάχνουν μ’ αυτά παιδάκι μου;
Στο ίδιο πνεύμα και η νέα μου απάντηση. Σαρακοστιανά τζαρτζάνια.
— «Σαρακοστιανά τζαρτζάνια». Σκέφτηκε λίγο, το διερεύνησε
με το μυαλό της, επιστράτευσε και τη μαγειρευτική της μνήμη και με μάλωσε.
— Γιατί με κοροϊδεύεις; Εγώ σας πονάω. Γι αυτό και ρωτάω.
Άντε να σου κάνει καρδιά να της
ξαναφερθείς άσχημα….Άντε να βρεις το κέφι να την ξανακοροϊδέψεις.
Όμως δεν ήταν όλες οι ώρες προσφερόμενες για σπατάλη. Μια φορά θυμάμαι για ν’ αποφύγω
το χασομέρι, της λέω «βιάζομαι. Χάθηκε μια γίδα και πάω να ψάξω».
Από τότε
και για
ένα ξάμηνο,
κάθε που μ’ έβλεπε δε θα
παρέλειπε να με ρωτήσει. Το χρησιμοποιούσε ως πρόφαση και δώστου απ’ την αρχή.
— Α, και με κείνη τη γίδα, τι απόγινε; Δε μούπες.
Τη βρήκατε;
— Σου είπα γιαγιά, σου είπα.
— Η μπλιόρα ήταν;
— Όχι. Η κουτσοκέρα. Άντε γειά
σου.
— Κάτσε ντε. Δεν τρώω κόσμο.
Έτσι και πέφταμε πάνω της έπρεπε
να υποστούμε κάθε φορά έναν κα-
ταιγισμό ερωτήσεων. Ήθελε κουβέντα η καημένη. Πάσχιζε
για λίγη επικοινωνία. Η επικοινωνία γι’ αυτήν ήταν απόδειξη ζωής. Όμως και τι να πεις μαζί της; Γι’ αυτό και μερικές φορές, όταν τη βλέπαμε να έχει βγει στο σοκάκι, στρίβαμε. Αν δεν προλαβαίναμε ν’ αλλάξουμε δρόμο, περνούσαμε δίπλα της σαϊτες.
— Πού πας παιδάκι μου; Κάτσε μια ψίχα να σου πω…
Η
πρόφαση ν’ αποφύγουμε το πεδούκλι, προετοιμασμένη.
—
Α, μπα. Δεν έμαθες;
Χάσαμε κι άλλη γίδα.
Άλλοτε, ξέροντας τι περίπου θα
μας ρωτήσει, αρχίζαμε να της απα- ντούμε πολυβολώντας.
— Καλημέρα γιαγιά Στέργινα, τι κάνεις, εμείς είμαστε
καλά. Και η μάνα μας και η γιαγιά μας και τ’ άλλα τα παιδιά
καλά είναι. Ο πατέρας μας γύρισε απ’ το χωράφι.
Όταν διάβηκε τα
ογδόντα, δεν ξεχώριζε πρόσωπα. Ένιωθε πως κάποιος περνάει
δίπλα της, ή τη ζυγώνει
κι ετοιμάζονταν να του πιάσει κουβέντα. Μερικοί κοντοστέκονταν κάνοντάς της τη χάρη. Οι πολλοί επιτάχυναν το βήμα, την προσπερνούσαν και ξεμάκραιναν Άκουγες
τότε την κραυγή της να σκίζει τον αέρα..
Ποιος
είσαι; Ποιος είσαι; Στέκα να σε ρωτήσω…
Μια μέρα άκουσε τα βήματά μου και φώναξε.
— Συ είσαι;
— Εγώ.
— Και ποιος είσαι;
— Ο Κωσταντής.
— Α, καλά το κατάλαβα. Δε μου λες παιδάκι μου. Μπα και πας κα- τά το τρένο; Να
μου πάρεις μια φημερίδα.
Να την κόψω κομμάτια
κι να σφουγγίζομαι.Έχω κάνει τα βρακιά μου να μην τα βλέπει άνθρωπος.
Όταν συνειδητοποιούσε την κατάστασή της, την έπιανε το παράπονο.
— Αχ κατάντια
που με βρήκε! Αχ ζωή μου παλιοκαρακάξα.
— Τι κλαις γιαγιά;
— Δεν έχω ένα άνθρωπο,
να μπει στην αυλή μου και να με καλημε- ρίσει. Να πάει στον κήπο, να μου μαζέψει δυο χεριές
λάχανα. Ν’ ανεβεί στα πορκά να μου κατεβάσει λίγα φρούτα.
Μέσα στην αυλή της
ίσκιωναν και καρποφορούσαν πεντέξι οπωροφό- ρα. Η Στέργινα
περίμενε πότε θαρθεί το καλοκαίρι. Να ωριμάσουν οι καρ-
ποί. Να φωνάξει κανένα γειτονόπουλο.
— Γιάννηηη. Έλα
που σε θέλω. Έλα ν’ ανεβείς
να
φας βαρδάκια. Έλα να μαζέψεις
και μένα καμπόσα να γλυκάνω
το στοματάκι μου. Γιάννηηη…
Πώς ν’
απαντήσει ο Γιάννης, που ήταν
ανεβασμένος κρυφά και γέμι- ζε σαν αγριοκόκορας το στομάχι του; Το ίδιο συνέβαινε με όλα τα παιδιά. Σκαρφάλωναν χωρίς την άδειά της, για να μην
υποχρεωθούν. Αλλά μερι- κές φορές τα αντιλαμβάνονταν.
— Το ξέρω πως είσαι ανεβασμένος στη βαρδακιά. Δε φωνάζω μη σκιαχτείς και πέσεις. Και τότε τι θα πω στη μάνα σου;
Άλλοτε αγρίευε κι έβαζε τις φωνές.
— Διάολε αντίπλαστε και ζωγραφιστέ. (Δηλαδή πανομοιότυπε). Γιατί τρως μονάχος και δε μου κατεβάζεις και μένα; Θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Τίνος
είσαι; Άμα δε μου
φέρεις και μένα, θα φωνάξω τη γειτονιά.
Κοίτα μην πέσεις…
Πότε-πότε μπουσούλαγε
και προσπαθούσε με την
αφή, ν’ ανιχνεύσει στο χώμα κανένα πεσμένο δαμάσκηνο…
Κι ενώ είχαμε γλιτώσει από
τις ανακρίσεις λόγω της γκαβωμάρας της, κάποιος την πήγε στον οφθαλμίατρο κι ύστερα της αγόρασε
γυαλιά. Κι άρχισε να τα βλέπει όλα και όλους. Και ξαναρχίσαμε και μεις να κυνηγούμε τη γίδα την κουτσοκέρα.