Λόγια της αρβύλας
Γράφει ο Κώστας Μπιλίρης
Τα
λέμε όλοι. Και τα λέμε και μας τα λένε και ακούμε να λέγονται.
Και
γνωρίζουμε όλοι την περιφρονητική τους διάσταση.
Όμως
γιατί λόγια της αρβύλας και όχι της μπότας, ή της γόβας, ή της γαλότσας, ή της
παντόφλας ; Έστω και της σαγιονάρας…..
Τα
λόγια μας στην υπερβολική τους έκφραση, ταξινομούνται σε τρεις μεγάλες
κατηγορίες, ή ομάδες.
Στην
πρώτη περιλαμβάνονται λόγια του αέρος.
Είναι όσα δεν έχουν υπόσταση και εξαφανίζονται με το φύσημα του αέρα.
Στη
δεύτερη εμπεριέχονται τα λόγια της
καραβάνας. Που μπορεί να είναι:
Λόγια του κορβανά, δηλαδή του εμπορίου. Ή λόγια των καραβιών που ταξιδεύουν
ανεύθυνα.
Ή
λόγια των καραβανιών, δηλαδή των περαστικών. Που μιας και δεν θα τους
ξανάβλεπες, διηγούνταν ό,τι ήθελαν, άφηναν χρέη και υποσχέσεις, και
προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν με τις αφηγήσεις τους. Ή να πουλήσουν διάφορα
πράγματα, κυρίως άχρηστα. Ή λόγια των καρβάνων. Δηλαδή εκείνων των βαρβάρων που
δεν ήξεραν να εκφραστούν με καλή ελληνική προφορά.
Στην
Τρίτη ομάδα υπάγονται και τα λόγια της
αρβύλας. Αν ισχυρισθώ πως μεταξύ των τριών
ομάδων υπάρχει διαφορά, θα σας πω λόγια της αρβύλας.
Πρόκειται
για λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς σημασία, χωρίς αποδεικτικότητα.
Που κυκλοφορούν ανεύθυνα, σαν τις προεκλογικές υποσχέσεις.
Έχετε
φορέσει ποτέ αρβύλες; Όσοι υπηρέτησαν τη μαμά Ελλάδα, είναι γνώστες των αρβυλών
και έμπλεοι πολλών δυσάρεστων αναμνήσεων. Τι είναι αυτή η αρβύλα, που γράφεται
με ύψιλον; Το αρχαίο της όνομα ήταν αρβυλίς, ή αρβύλη. Αργότερα άλλαξε γένος
και απεκλήθη άρβυλον. Δεν είναι το μόνο θηλυκό, ή αρσενικό που αλλάζει φύλλο.
Δεν αρκέστηκε όμως στο ουδέτερο και μεταποιήθηκε σε αρβύλα.
Από
το μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας, αυτοπροβάλλεται πότε ως άρβυλο και πότε ως
αρβύλα. Το παίζει σε διπλό ταμπλό.
Στην
εποχή μας βεβαίως σημαίνει υπόδημα στρατιωτών. Είναι σκληρό και ανταχτερό. Η
αρβύλη των αρχαίων προγόνων, ήταν υπόδημα από δέρμα ακατέργαστο, με γερό πέλμα
(πάτος).
Έφτανε
στο ύψος της κνήμης, ή γάμπας και τη φορούσαν κυρίως οι βοσκοί, οι γεωργοί και
οι κυνηγοί.
Με
αρβύλες παρουσιάζονται ο Περσέας και η Άρτεμη. Βλέπετε οι αρχαίες ελληνίδες
θεές, απαιτούσαν ως γυναίκες, ισότητα, ισονομία και ισοπαπουτσία.
Αρβύλη,
ονόμαζαν οι αρχαίοι και το μέρος του άρματος που ακουμπούσε το πόδι του ο
οδηγός για να στηρίζεται.
Όταν
αποχωρούσε ο οδηγός, τη θέση του έπαιρνε ο παραστάτης, δηλαδή ο συνοδηγός. Από
δω η φράση «τον άφησε στο πόδι του». Δηλαδή ο παραστάτης πάτησε εκεί που
πατούσε ο οδηγός.
Σημειούται
πως οι αρβύλες είχαν και άλλα ονόματα. Πηλοπατίδες ή πηλοβατίδες.
Παπούτσια
της λάσπης. Μήπως από δω η έννοια της συκοφαντίας; Λόγια της λάσπης;
Όχι.
Κατηγορίες φτηνές; Όχι. Υπάρχει και η λέξη της δημοτικής αρβάλλα, που σημαίνει
θόρυβος. Πρόκειται για λέξη κατασκευασμένη από άγνωστα υλικά.
Κατά
τη γνώμη μου δεν πρόκειται για λόγια της αρβύλας με ύψιλον, αλλά για λόγια των
Αρβήλων με ήτα. Και το άλφα κεφαλαίο. Θα πάμε στην πόλη Άρβηλα της Μεσοποταμίας
κοντά στην πόλη Γαυγάμηλα, όπου το 331 π.χ ο Δαρείος Κοδομανός έχασε την
τελευταία μάχη από τον Μέγα Αλέξανδρο. Οι νικητές Έλληνες κατεδίωξαν τους
Πέρσες μέχρι τα Άρβηλα. Εκεί ο Αλέξανδρος βρήκε την ασπίδα και τα τόξα του
Δαρείου, τα σκεύη και ιδίως τα χρήματά του.
Άρχισε
τότε μεταξύ των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να οργιάζει η φήμη για το
θησαυρό και τα πολύτιμα λάφυρα που βρέθηκαν στα Άρβηλα. Ήταν λόγια των Αρβήλων.
Δηλαδή υπερβολικά. Της αρβύλας.