O ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ: LEVEL HEADED
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: The SWEET
ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
1978
«There’s a rumor going round to town…
that you don’t want me around… I can’t shake of my city blues, everywhere I turn,
I lose…» Love is like Oxygen, 1978
Γράφει ο Σταμάτης Γαλάνης
(Αυτόν τον μήνα περιγράφω μια «ξεχασμένη» για πολλούς μπάντα, από τα «ξεχασμένα» επίσης 1970s! Εύχομαι οι αναγνώστες να το απολαύσουν!)
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ |
Έτος του Κυρίου, 1999. Μόλις
πρωτοπάτησα το πόδι μου σε αυτό το μακρινό και ευλογημένο παγωμένο νησί. Μια
βόλτα στην λεωφόρο της πόλης, όπου ένας άγνωστος πλανήτης απλωνόταν μπροστά
μου, έβαλα τα χέρια στην τσέπη, σήκωσα το νεανικό διψασμένο μου βλέμμα μπροστά
στον βαθυκόκκινο απογευματινό ορίζοντα της λεωφόρου. Από εκείνο το στενό, μέχρι
την άλλη πλευρά, ξεκινούσε ο κόσμος που θα κατακτούσα. Ναι! Μόλις τότε έβαλα
πορσελάνινο σημάδι. Γύρισα τριγύρω πεινασμένος για εικόνες. Είδα το «Manniana» cafe, τα «Greggs», την είσοδο του εμπορικού «St. George’s», και λίγο πριν αποφασίσω που θα
τραβήξω, βρέθηκε μπροστά μου, κάτι που ο γαμπρός μου αποκαλούσε εν εκείνω τω
καιρώ, «ΝΑΟ της μουσικής». Το πολύφημο HMV, το δισκάδικο, cdάδικο, αφισάδικο, και DVDάδικο τρίπατο κατάστημα
της Fishergate street!
Ναι! Πρώτη μου φορά, όπου και την θυμάμαι πολύ καλύτερα από άλλες «πρώτες μου
φορές»! Μπήκα μέσα, τα φύλλα, το κρύο, και η καταχνιά του Σεπτέμβρη δεν
μπορούσε να με σταματήσει. Κάθε βήμα, μια ριψοκίνδυνη αρχή! Μια νέα γνωριμία με
όλους τους εν δυνάμει τότε ήρωες μου. Είπα ένα παχουλό καλησπέρα στον David Bowie που
καθόταν αναπαυτικά στις εξωτερικές βιτρίνες, χαιρέτησα τον Francis Rossi και
την παρέα του στην διπλανή σκαλιέρα με τις προσφορές, μίλησα με θαυμασμό στους KISS, έγνεψα περήφανα στους Beatles, και αμέσως μπροστά
μου βρέθηκε ένα τεράστιο stand με σχετική θεματική ανάπτυξη. Πάνω σε αυτό τοποθετημένα με
Χριστιανική ευλάβεια, όλάκερα τα Glam Rock Seventies της Βρετανίας! Ποιοι είναι όλοι
αυτοί άραγε, είπε μέσα μου η νεανική μου ψυχή. Ποιοι στο καλό είναι οι Slade; Ποιος είναι αυτός ο
κατάσχημος Gary Glitter;
Η ανδρογυναίκα Suzi Quatro,
οι MUD, ο Steve Harley με
τους Cockney Rebel;
Οι 10CC; Και ποιοι ακριβώς
δεσπόζουν στο κέντρο αυτού του περίεργου μουσικού αμαγάλματος, με όνομα the SWEET; Και
γιατί; Το γιατί και το διότι, εκείνη την εποχή άξιζαν περίπου 16 λίρες. ΟΧΙ,
πιστέψτε με, ΔΕΝ ήταν φθηνά! Ο δαίμονας του απέραντου πειρατικού «κατεβάσματος»
από τον κυβερνοχώρο δεν είχε ακόμα βάλει σε πειρασμό όλους τους αχόρταγους downloaders της
Γης. Ακόμα η μουσική είχε αξία! Τα Cds ήταν ακριβά και πολύτιμα, και εκείνο
τον καιρό, το να κάνεις συλλογή από δίσκους και cds, είχε ιδιαίτερη σημασία.
Οι SWEET λοιπόν, με
τις πρώτες 16 λίρες που ξόδεψα (δεν ήταν οι μόνες εκείνη την μέρα) μπήκαν στην
ζωή μου, όσο εύκολα είχε μπει ο χειμώνας μέσα σε εκείνον τον Σεπτέμβρη. Ωστόσο
το αποτέλεσμα ήταν εντελώς αντίθετο από αυτό που είχε φέρει ο χειμώνας. Η
μουσική τους με ζέστανε. Με αγκάλιασε στοργικά και αναπάντεχα. Με ταξίδεψε σε
έναν άλλο χρόνο, με πήγε πίσω σε κάτι που δεν γνώρισα, αλλά τόσο νοστάλγησα να
ζήσω. Μια εποχή, όπου η ελευθερία έγινε ασσυδοσία. Μια εποχή όπου ήταν
επιτρεπτό οι ανδρες να φορούν βαρύ μακιγιάζ, που οι γυναίκες έκοβαν τα μαλλιά
τους στην ρίζα, και όπου όλα ήταν επιτρεπτά, φτάνει να είναι hip και in fashion! Ήταν ένα ‘Best off’ το οποίο κουβαλούσε τις
σπουδαιότερες επιτυχίες τους. Κομμάτι στο κομμάτι ανακάλυψα ότι τους γνώριζα
χωρίς να τους γνωρίζω. Από το «Blockbuster» στο «teenage rampage», και από
το «Fox on the run» στο «Ballroom Blitz». Όλα
κομμάτια ξακουστά, πολύταξιδεμένα και επισήμως ρακένδυτα. Ή ραχοκοκκαλιά μου
ανατρίχιαζε, όσο οι κιθάρες ανεβοκατάβαζαν ρυθμό, και το μυαλό μου ηλεκτριζόταν
από τα αλλεπάλληλα φάσκελα των DSBL,
που ο παλμός τους προκαλούσε στα ακουστικά μου. Τι είδους μουσική είναι αυτή; Δεν
είναι καθαρό rock n roll,
δεν είναι Heavy metal,
δεν είναι classic hard rock!
Μα έχει μελωδία, αποφασιστηκότητα, νεανική αφέλεια, δόσεις λαμπρότητας, groove και
ευαισθησία! Είναι όλα αυτά μαζί, αλλά δυστηχώς, τραγουδάνε 4 παιδαράδες σαν
γυναίκες που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι μιντινέττες μέσα σε ένα γαλλικό
οίκο παιδικής ενηλικίωσης! WOW!!!
Λοιπόν, γιατί σχεδόν κανένας δεν
γνωρίζει τους SWEET σήμερα (έ, και τότε); Πολύ
απλά, διότι είναι κακότυχος! Κακό για αυτόν, αλήθεια! Στα σοβαρά όμως, πολύ
απλά διότι εκείνοι ήταν κακότυχοι! Ισως ναι, ίσως και όχι. Πως μπορείς να πεις
ότι μια μπάντα ήταν κακότυχη όταν έχει τέσσερα Νο 1, και εφτά Νο 2 τραγούδια
στα βρετανικά charts,
μεταξύ 1971 και 1975; Πως μπορείς να πεις μια μπάντα κακότυχη, όταν για μια
6ετία, ήταν πιο διάσημη και από τους Beatles; Πως μπορείς να μην αναφέρεις ότι εμφανίστηκαν στο Top of the Pops (το μεγαλύτερο τότε
μουσικό κανάλι της Βρετανίας – προάγγελος του MTV) παραπάνω από 15 φορές; Και σε κάθε
τους εμφάνιση γινόταν και ένας τεράστιος σεισμός κάτω από την σκηνή, οπου και τα
υψηλοτάκουνα υποδήματα τους, πατούσαν; Μια είναι η απάντηση στο ερώτημα που
αρχικά έθεσα. Οι Sweet,
όπως και πολλές άλλες μπάντες, ανήκουν σε ένα εύοσμο παρελθόν και ένα μουσικό
ρεύμα – το glam rock,
τα οποία και ο κόσμος έσπευσε να ξεχάσει. Προτίμησε αποφαστιστικά να κρύψει
μέσα σε ένα σεντούκι, το οποίο κλείδωσε, και ύστερα πέταξε το κλειδί στην
θάλασσα. Ναι, είναι αλήθεια! Το βαρύ και πολύχρωμο μακιγιάζ, το glitter, το βαθυκόκκινο,
πορτοκαλί και μοβ κραγιόν, τα flamboyant κουστούμια με τα καμπανωτά μανίκια και ρεβέρ, ο μισογυνισμός
και θυληκοπρεπισμός, η απόλυτη πανδειμία της ελευθερίας του σεξουαλικού
προσδιορισμού και πειραματισμού, τα τσιριχτά, σχεδόν γυναικοποιημένα φωνητικά,
και τέλος η μίξη του κλασσικού Rock με την υπερπλεονάζουσα χρήση από synthesizers (με αρκετή δόση άσκοπης
υπερβολής) είναι πολλά από τα στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν την εν
λόγω μουσική να συνεχίσει να υπάρχει. Τα hits της εποχής ήταν ναι μεν μεγάλα,
αρκετά εφήμερα ωστόσο. Κάθε μέρα, και μια καινούργια μπάντα έπαιρνε την
σκυτάλη. Και έτσι, την μια στιγμή είχες τους SWEET στην κορυφή, την επόμενη θα είχες τους Slade. Ύστερα, ήρθαν οι TREX με
τον Marc Bolan,
την ίδια εποχή David Bowie και Queen.
Ωστόσο, η διαφορά είναι ότι οι τελευταίοι, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι έπρεπε να
βρουν τρόπους να τους ακολουθά το ρεύμα, και όχι αυτοί να το ακολουθούν. Οι
προγενέστεροι προτίμησαν να πνιγούν από την εξωφρενική ταχύτητα, όπου και το
ρεύμα πήγαινε. (και κάποιοι φιλάργυροι managers τους φυσικά)
Ένας ακόμα λόγος, αρκετά
κομβικός, είναι ότι το 1977 εμφανίστηκε από το πουθενά, ένα ακόμα σκληρό (και επίσης
εφήμερο) ρεύμα. Το Punk!
Ένα μουσικό ρεύμα (προσοχή, ο όρος «μουσικό» δεν συνάδει πάντα με τον όρο
«μελωδικό») το οποίο αντιπροσώπευε όλα τα αντίθετα από αυτά που έκανε το glam. Τέλος στην πολυτέλεια
και το luxury στην μουσική! Τέλος στα γυναικοφωνητικο-κρατούμενα σχήματα.
Τέλος στο flamboyant
των εμφανίσεων, και θάνατος στην υπερβολική χρήση του μακιγιάζ από άνδρες! ΖΗΤΩ
η αντίδραση και η αλητεία! Και έτσι, εν μία νυκτί, το Glam rock πολτοποιήθηκε
με την disco, το afro soul RnB της
εποχής, το κλασσικό Rock
και το progressive έντεχνο
ρεύμα, και όλες οι μπάντες που μέχρι χτες μεσουρανούσαν, φάνηκαν να μετατρέπονται
σε «δεινόσαυροι» της εποχής. Οι πωλήσεις των δίσκων έπεσαν κατακόρυφα, όχι μόνο
για τους καλλιτέχνες του Glam,
αλλά και για αυτούς όπου είχαν αρχίσει να θεωρούνται ιερά τέρατα της εποχής. Ο Bowie έφυγε
για το βερολίνο για να ψάξει νέους ήχους, οι Queen ανασυντάχτηκαν γίνοντας πιο
εμπορικοί, οι Stones άρχισαν να βγάζουν πιο σκληρούς δίσκους, και μπάντες όπως οι
Purple, Zeppelin, Heep και άλλοι
άρχισαν να τα παρατούν.
Ο δίσκος λοιπόν, που ελπίζω τώρα
να κρατάτε στα χέρια σας, είναι η τελευταία αντίσταση μιας μπάντας που δεν το
έβαλε κάτω. Δεν τα παράτησε τόσο εύκολα! Το «LEVEL HEADED» είναι η τελευταία δουλειά
ενός σχήματος, που ναι μεν υπηρέτησε με πάθος το Glam, ναι μεν μεσουράνησε βγάζοντας
εύκολα και πιασιάρικα hits,
αλλά ωστόσο, φρόντισε να ειδοποιήσει πολλές φορές τον κόσμο για της δυνατότητες
της μουσικότητας των μελών του. Είναι ο δίσκος, που επανέφερε την μπάντα στο
προσκήνιο, είναι ο δίσκος που με την σειρά του, έδωσε ένα ισχυρό φάσκελο σε
όλους τους neopunk της εποχής, είναι ο δίσκος που μας πρόσφερε μια τελευταια
ισχυρή κατάθεση ψυχής από τον Brian Connelly
(τραγουδιστή του σχήματος) αλλά και την υπόλοιπη παρέα του. Είναι αλήθεια,
χτυπημένοι πρωτίστως από την τεράστια επιτυχία που μέχρι τότε είχαν γνωρίσει,
αλλοιωμένοι από τις αλλεπάλληλες διαφωνίες μεταξύ τους για την κατεύθυνση που
έπρεπε να πάρει η μπάντα (οι Tucker και Scott ήθελαν μια πιο σκληρή Rock, έως και Punk κατεύθυνση – O Connelly με τον Priest ήθελαν στροφή σε αυτό που ήταν καλοί, το ελαφρύ Pop-Rock με δόσεις
αγριάδας) ο ασσύστολος τρόπος ζωής τους ωστόσο, το τεράστιο πρόβλημα με τον
αλκοολισμό που αντιμετώπιζε ο Brian Connelly,
ήταν μεταξύ των λόγων όπου το σχήμα είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού και της
απόγνωσης. Είναι ενδιαφέρον, αν κοιτάξει κανείς τα videoclip της
εποχής, ότι θα μπορούσε να διακρίνει την κόπωση στα μάτια τους, αλλά και το
φορτισμένο πεδίο των μεταξύ τους σχέσεων. Αυτό όμως είναι και το σπουδαίο
επιχείρημα για αυτούς. Παρόλες τις αντίξοες συνθήκες που αναφέρθηκαν, η μουσική
κατάφερε να τους ενώσει, και έτσι παραμερίζοντας όλα όσα βίωναν, μπήκαν στον studio και κατάφεραν να
κάνουν το comeback, που
τόσο εκείνοι, όσο και οι θαυμαστές τους περίμεναν. Και φυσικά, μετέφεραν όλη την
φανταχτερή και κραυγαλέα εμφάνιση τους στην ποιοτική ανάδειξη της μουσικής
τους.
Ο δίσκος δεν έχει ένα
συγκεκριμένο ύφος. Αντιθέτως ξαφνιάζει διότι φαίνεται να εμπλέκει πολλά
διαφορετικά ύφη μεταξύ τους. Λίγο pop, λίγο disco,
λίγες renaissance
πινελιές (σαν παραδοσιακή αναγενησσιακή βρετανική folk θυμίζει) Glam rock με
groove
αποχρώσεις, και φυσικά το ανεξίτηλο ερωτικό άσμα «LOVE IS LIKE OXYGEN»! Ένα άσμα 7 περίπου λεπτών, με ένα εκπληκτικά
μελωδικό και νοσταλγικό intermediate section ακουστικής κιθάρας και πλήκτρων που σε ταξιδεύει στον
ουρανό! Δοκιμάστε να το ακούσετε από το 3.40 και μετά. Αν δεν μαγευτείτε, τότε
καλύτερα να συνεχίσετε να ακούτε Μάκη Δημάκη! Για την ιστορία το κομμάτι
σκαρφάλωσε στην 8η θέση των βρετανικών charts το 1978,
και οι Sweet, από
«δεινόσαυροι» έγιναν εκ νέου ξανά mainstream. Για τελευταία πραγματικά φορά.
Το «CALIFORNIA NIGHTS» είναι επίσης μια πολύ καλή
στιγμή του δίσκου, και αυτό το λέω διότι οι αλλαγές του, είναι αρκετές και
ενδιαφέρουσες. Έξυπνη pop με δόσεις groove και funk,
χαλαρό ύφος, μελωδικές κιθάρες, φιλικό προς το περιβάλλο και το ραδιόφωνο! Η
μπαλλάντα «DREAM ON», που ανοίγει και τον δίσκο, δείχνοντας την διάθεση που θα
ακολουθούσε, και είναι επίσης ένα ευαίσθητο και συμπαθητικό τραγούδι.
Η κορυφαία στιγμή κατ’ εμέ του
δίσκου, αλλά και του αγαπημένου μου ερμηνευτή Brian Connelly, πρέπει να είναι το
«FOUNTAIN». Ένα τραγούδι με κατάθεση ψυχής, όπως πρωτύταιρα
είπα. Μια ομολογία ζωής, ένας άνθρωπος που βρήκε αυτό που πόθησε να κάνει στην
ζωή του περισσότερο, και να την γεμίσει με πολύχρωμο νόημα. Τα εξηγεί όλα ο
στίχος, «Αν θα έκανα μια ευχή, θα πετούσα
ένα κέρμα στο συντριβάνι, η φαντασία δεν γίνεται πάντα πραγματικότητα, αλλά αν
δεν είχα όνειρα, ποτέ δεν θα σκαρφάλωνα πάνω στα βουνά, και η μοίρα δεν θα μου άπλωνε ποτέ το χέρι
της». Το τέλος του τραγουδιού, για εμένα σημαίνει και το τέλος μιας εποχής.
Τα νοσταλγικά του πλήκτρα, παιγμένα σε mellotron synth της εποχής,
μεταφέρουν το τραγούδι σε κάποια άλλη διάσταση. Είναι τα τέλη της δεκαετίας του
1970 κύριοι. Μια νέα εποχή απλώνεται μπροστά, με πολύ πιο βιομηχανοποιημένους
και σκληρούς ήχους. Οι Sweet,
δεν θα είναι κομμάτι αυτής. Άνοιξαν τα 1970s, βασίλεψαν για λίγο στην Γη. Άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο στίγμα
στην δισκογραφία αλλά και τις καρδιές των ανθρώπων. Η φωνή του Brian Connelly υπήρξε
μια από τις πιο όμορφες και ισχυρές φωνές στο Rock n Roll. Με κάνει να λυπάμαι,
όταν θυμάμαι το τέλος του. Μια δυστυχής καρικατούρα του εαυτού του, πνιγμένη
στο αλκοόλ και την μελαγχολία. Θα τον θυμάμαι ωστόσο στα πολύ καλά του, το
χαμόγελο του στο studio,
το πάθος του απάνω στην σκηνή, και η παρουσία του θα είναι πάντοτε
ισοζυγιασμένη με τα δικά μου πρώιμα νιάτα. Και σε εκείνη την πρώτη μας
γνωριμία, σε εκείνο το stand,
σε εκείνο το μικρό μέρος στην Γη. Στην Fishergate street, στον «Ναό» της μουσικής.