ΛόΓια μπΡούΤζινα και
ΚακOφωNίες
του Χρυσόστομου Κυριαζόγλου
Το ξύπνημα
Το χώμα είναι μουντό και σταχτί.
Ξεραμένα στάρια, δολοφονημένα
στυγνά απ΄ την κρύα δρεπάνη,
που είχαν πριν περήφανα κεφάλια,
με σταρομοσχοβολιά,
κεφάλια που έγερναν από το βάρος του
στάχυ,
και που βρίσκονταν τώρα στ΄ αλώνια.
Γή μουσκεμένη με ιδρώτα, γιομάτη
αποκλάδια κι υπόλοιπα.
Ξερόχωμα
μόνο αργά και πού σπαρμένο με πέτρες,
κάνει την θωριά αγριωπή κι ανώμαλη
και ζωγραφίζει τις ρυτίδες της γης.
Τ’
άστρο το πιο λαμπερό, μόλις βγαίνει,
φέρνει
μπρος στα μάτια μου τα βουνά από σανοδεμάτια,
με
ταχυδρόμο τον μακρυπόδη ίσκιο.
Στην
ψύχρα της Ηούς, η φύση ξυπνάει αγκομαχώντας.
Είναι
απ’ το θάμπωμα του ήλιου
ή απ΄ τη
βουή του αγέρα;