Συρία: Επτά χρόνια «ένοπλη διπλωματία»
Επτά χρόνια πολέμου κλεισμένα, πάνω από 350.000 νεκροί, τουλάχιστον ένδεκα εκατομμύρια εκτοπισμένοι, επανειλημμένες καταγγελίες για χρήση χημικών, αναμέτρηση δύο συνασπισμών κρατών, αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου, με την προπαγάνδα, αυτόν τον «πόλεμο μέσα στον πόλεμο», να προηγείται των πυραύλων.
Η «ουρά» της περίφημης «Αραβικής Άνοιξης» μετράει πληγές πάνω στο σώμα του συριακού λαού. Από τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου μερικές παραπάνω…
«Ο πόλεμος είναι η διπλωματία με άλλα μέσα», είχε πει ο Κλαούζεβιτς.
Στην περίπτωση της Συρίας – και γενικά της Αραβικής Άνοιξης – η διπλωματία πήρε από την αρχή τα όπλα.
Στην πραγματικότητα, διπλωματία ουδέποτε υπήρξε. Εκ των υστέρων μπορούμε να μιλάμε για «ένοπλη διπλωματία».
Αυτό που παρακολουθούμε επτά χρόνια τώρα είναι μια μακρόσυρτη πολεμική κατάσταση, που τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου εξελίχθηκε με έναν μάλλον γραφειοκρατικό τρόπο – τόσες φορές που είχε αναγγελθεί κάτι έπρεπε να γίνει.
Σε αντίθεση με όσα είχαν συμβεί στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ, έλειψαν οι θριαμβολογίες, η διάρκεια των επιχειρήσεων ήταν αντιστρόφως ανάλογη της διάρκειας του πολέμου (στη Γιουγκοσλαβία οι επιχειρήσεις είχαν κρατήσει 78 ημέρες), οι χώρες που έλαβαν μέρος μετρημένες στα δάχτυλα της μιας χειρός (σε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ δεν έλειψε σχεδόν κανείς), τα χτυπήματα ήταν πραγματικά «χειρουργικά», δεν χρειάστηκε να ειπωθούν τα γνωστά περί «παράπλευρων απωλειών», μόλις χάραξε η μέρα εκδόθηκαν μερικές χαμηλών τόνων ανακοινώσεις και οι ηγέτες αντάλλαξαν τηλεφωνήματα, διαβεβαιώνοντας ο ένας τον άλλο ότι η χρήση όπλων ήταν η μικρότερη δυνατή, λελογισμένη, περιορισμένη, στοχευμένη, «κατάλληλη».
Χωρίς αμφιβολία, η σκιά προηγουμένων επεμβάσεων έχει παίξει καθοριστικό ρόλο.
Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, για έξι μήνες, μετά τον τερματισμό του πολέμου, στις 10 Ιουνίου 1999, ειδικές ερευνητικές ομάδες αναστάτωσαν την πολύπαθη περιοχή για να βρουν όσα περισσότερα «στοιχεία» για γενοκτονία που, έστω και εκ των υστέρων, θα δικαιολογούσαν τους βομβαρδισμούς. Αλλά ο Ισπανός ιατροδικαστής Εμίλιο Πέρεζ Πουγιόλ, έκλεισε την υπόθεση με τη φράση: «Τελειώσαμε εδώ. Ενημέρωσα την κυβέρνηση για την πραγματική κατάσταση. Βρήκαμε συνολικά 187 νεκρούς. Τέσσερις ή πέντε είχαν πεθάνει από φυσικά αίτια» - προσθέτοντας ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ο τελικός αριθμός των νεκρών του Κοσόβου δεν θα ξεπερνούσε τους 2.500. Και η «Ουόλ Στρητ Τζέρναλ» παραδεχόταν ότι στο Κοσσυφοπέδιο δεν υπήρξε Γενοκτονία. Είχε προηγηθεί μια απίστευτης έκτασης προπαγάνδα, με κατασκευασμένα στοιχεία, που ομολογήθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Ο ιστορικός Άλαστερ Χορν είχε αποφανθεί πως «το Κοσσυφοπέδιο κατέληξε να γίνει ο πιο μυστικός πόλεμος στην Ιστορία» και ο δημοσιογράφος Πήτερ Νταν είπε πως αυτή ήταν «η πρώτη διεθνής σύγκρουση που διεξήχθη από τους εκπροσώπους του Τύπου».
Στην περίπτωση του Ιράκ, πολέμου που – σύμφωνα με την «επίσημη» άποψη - πραγματοποιήθηκε για να καταστραφεί το χημικό οπλοστάσιο του Σαντάμ, η προπαγάνδα είχε επίσης θριαμβεύσει, με αρχιτέκτονα τον Άλαστερ Κάμπελ. Ο λόγος για τον διαβόητο spin doctor του Εργατικού πρώην πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, τον τότε υπεύθυνο επικοινωνίας του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στρητ, που μέχρι σήμερα κατηγορείται για προπαγάνδα και κατασκευή στοιχείων, προκειμένου να δικαιολογηθεί η συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ.
Αποκαλύφθηκε επίσης ότι ο πρωθυπουργός Μπλερ και ο μεγιστάνας του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοχ επικοινώνησαν τηλεφωνικά έξι φορές μεταξύ του Σεπτεμβρίου 2002 και του Απριλίου 2005. Και μάλιστα τρεις φορές μέσα στις εννέα ημέρες που προηγήθηκαν του πολέμου στο Ιράκ, μεταξύ των οποίων την παραμονή της αμερικανοβρετανικής εισβολής, στις 20 Μαρτίου 2003.
Η υπόθεση της ανάμιξης Μέρντοχ κατέληξε σε εξεταστική επιτροπή υπό τον δικαστή Λίβσον, που ξεκίνησε τις εργασίες της τον Σεπτέμβριο του 2011 και λειτούργησε ως τον Απρίλιο του 2012. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι κατά τους 15 μήνες πριν από την έναρξη της έρευνας, ο Μέρντοχ, ο γιος του και ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεών του είχαν συναντηθεί… 16 φορές με τον τότε υπουργό Άμυνας της Βρετανίας Λάιαμ Φοξ.
Όσον αφορά στην επέμβαση στο Ιράκ, τη διερεύνηση του ρόλου της Βρετανίας στον πόλεμο ανέλαβε η υπό τον συνταξιούχο ανώτατο δημόσιο λειτουργό σερ Τζον Τσίλκοτ.
Η επιτροπή συστάθηκε με εντολή του διαδόχου του Μπλερ, Γκόρντον Μπράουν, ξεκίνησε τις εργασίες της τον Νοέμβριο του 2009, ενώ τον Ιανουάριο του 2011 εμφανίστηκε ενώπιόν της ο ίδιος ο Μπλερ, ο οποίος παραδέχθηκε πως είχε υποσχεθεί στήριξη στις ΗΠΑ έναν χρόνο πριν από την ανάληψη δράσης κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. «Μαζί σου, οτιδήποτε», είχε γράψει στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ , σύμφωνα με τον σερ Τζον Τσίλκοτ.
Αργότερα, με ένα βιβλίο, ο Μπλερ υποχρεώθηκε να κάνει την αυτοκριτική του. «Λυπούμαι για την εντελώς άδικη επιλογή που έκανα», είπε.
Σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και το θρίλερ γύρω από τον θάνατο του Βρετανού επιστήμονα και ειδικού στον βιολογικό πόλεμο, Ντέβιντ Κέλλυ, στελέχους του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, που είχε λάβει μέρος στην αποστολή του ΟΗΕ, η οποία διεξήγαγε τις έρευνες στο Ιράκ προκειμένου να διαπιστωθεί αν το καθεστώς του Σαντάμ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.
Ο Κέλλυ βρέθηκε νεκρός, με κομμένες τις φλέβες, σε ένα δάσος κοντά στο σπίτι του στην βρετανική ύπαιθρο, στο Οξφορντσάιρ, στις 18 Ιουλίου 2003 και η Επιτροπή Χάττον, τη σύσταση της οποίας είχε διατάξει ο Μπλερ για να διερευνήσει τα αίτια του θανάτου του, είχε αποφανθεί πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Ο ίδιος ο Λόρδος Χάττον, σε μια συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2010, υποστήριξε πως έλαβε την συγκεκριμένη απόφαση για να προστατέψει την σύζυγο και τις κόρες του νεκρού.
Τον Ιούλιο του 2013, ο βρετανικός Τύπος αποκάλυψε επιστολή του Λόρδου Χάττον προς τον βουλευτή Νόρμαν Μπέικερ, από την οποία προκύπτει πως ο στενός φίλος του Μπλερ και άνθρωπος που κατείχε ρόλο-κλειδί κατά τις προετοιμασίες του πολέμου, ο Λόρδος Φάλκονερ, επικοινώνησε με τον Λόρδο Χάττον για να του αναθέσει την υπόθεση τρεις μόλις ώρες (σύμφωνα με τη νεκροτομή) μετά την ώρα θανάτου του Κέλλυ, δηλαδή πριν ακόμη βρεθεί και αναγνωριστεί το πτώμα του.
Επιπλέον, από αίτημα κατάθεσης εγγράφου στη βρετανική Βουλή προέκυψε πως εκείνη την ημέρα και ενώ πετούσε από την Ουάσιγκτον στο Τόκιο, ο Μπλερ είχε επικοινωνήσει δύο φορές με τον έμπιστό του Λόρδο Φάλκονερ.
Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, ο Κέλλυ είχε κατηγορηθεί για μια off the record συζήτησή του με τον δημοσιογράφο του BBC Άντριου Γκίλλιγκαν, ειδικευμένο σε θέματα Άμυνας, στη διάρκεια της οποίας του είχε πει πως στο Ιράκ δεν είχε βρει όπλα που θα δικαιολογούσαν μια πολεμική εκστρατεία.
Στο επίκεντρο των κατηγόρων του ο αρχιπροπαγανδιστής Άλαστερ Κάμπελ, ο οποίος άφησε να διαρρεύσει παντού πως ο επιστήμονας ήταν το «βαθύ λαρύγγι» του BBC και ο οποίος παραιτήθηκε ένα μήνα μετά τον θάνατο του Κέλλυ.
Άλλωστε, ο Κάμπελ ήταν αυτός που είχε κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά», κατασκευάζοντας τον «Φάκελο του Σεπτεμβρίου» τον Σεπτέμβριο του 2002 και τον «Φάκελο Ιράκ», τον Φεβρουάριο του 2003, με τα «στοιχεία» για τα όπλα μαζικής καταστροφής. Κατηγορήθηκε μάλιστα ότι επέβαλε στα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών που είχαν αναλάβει να ετοιμάσουν τους φακέλους, να αλλοιώσουν τα στοιχεία. Επιπλέον ο δημοσιογράφος Κίλλιγκαν τον κατηγόρησε για παραποίηση του φακέλου με τα στοιχεία για το Ιράκ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση της βρετανικής κοινής γνώμης για τη συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο.
Η έκθεση της Επιτροπής Τσίλκοτ δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 2016 – 2,6 εκ. λέξεις, η σύνταξή της διήρκησε 7 ολόκληρα χρόνια - και μιλούσε για «μια πρόωρη επέμβαση, χωρίς να εξεταστούν μέχρι τέλους οι εναλλακτικές στο διπλωματικό επίπεδο» και για «απόλυτα ανεπαρκείς σχεδιασμούς του Λονδίνου για την μετά τον πόλεμο εποχή».
«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία αποφάσισε να συμμετάσχει στην επέμβαση στο Ιράκ προτού όλες οι ειρηνικές εναλλακτικές με στόχο την επίτευξη του αφοπλισμού (αυτής της χώρας) εξαντληθούν. Η στρατιωτική δράση δεν ήταν αναπόφευκτη εκείνη την περίοδο», υπογράμμισε ο Τσίλκοτ, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απόφαση της Βρετανίας να συμμετάσχει στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 είχε μία νομική βάση «που απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική» και η υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ προς την επιλογή της ανάληψης στρατιωτικής δράσης ήταν υπερβολική. Τα στοιχεία των υπηρεσιών Πληροφοριών για την υποτιθέμενη κατοχή Όπλων Μαζικής Καταστροφής από το Ιράκ, τα οποία ο Μπλερ χρησιμοποίησε για να νομιμοποιήσει τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην αμερικανική εισβολή, που οδήγησε στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν, ήταν προβληματικά, ελλιπή, αλλά δεν αμφισβητήθηκαν.
«Τον Μάρτιο 2003, δεν υπήρχε άμεση απειλή από τον Σαντάμ Χουσέιν και το χάος που ακολούθησε στο Ιράκ και στην περιοχή έπρεπε επίσης να έχει προβλεφθεί», δήλωσε ο σερ Τζον Τσίλκοτ.
«Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εκφράζω τη λύπη μου, τη μεταμέλειά μου και διατυπώνω τη συγγνώμη μου», δήλωνε λίγο αργότερα στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Τόνι Μπλερ, που δήλωσε: «Η αξιολόγηση που έγινε εκείνη την εποχή βάσει των πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών, η οποία οδήγησε στον πόλεμο, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Η επόμενη ημέρα αποδείχθηκε πιο εχθρική, με μεγαλύτερη διάρκεια και περισσότερο αιματηρή απ’ όσο φανταζόμασταν».
Από την πλευρά του, ο τότε πρωθυπουργός Κάμερον είχε δηλώσει πως «η κυβέρνηση είναι ανάγκη να αντλήσει τα διδάγματα από ό,τι πήγε στραβά στην πορεία προς τη συμμετοχή της Βρετανίας στην εισβολή στο Ιράκ».
Μετά από όλα αυτά, καταλαβαίνουμε τους λόγους για τους οποίους η στρατιωτική δράση κατά του Άσαντ ξεκίνησε με πυραύλους και κατέληξε σε… τηλεφωνήματα!