Λένε και ξαναλένε. Και παρλάρουν και γκρινιάζουν και φωνάζουν. Και λένε δυνατά και λένε εμπιστευτικά . Και λένε έξω από τα δόντια... Λένε και δεν τελειώνουν.
Αν όμως είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε τίποτε αχρησιμοποίητο, ας πούμε στον φλύαρο: “Σώπα, παιδί μου· πολλά καλά βρίσκονται στη σιωπή”, κι ανάμεσά τους δύο πρώτα και μεγαλύτερα, το ν’ ακούς και ν’ ακούγεσαι· κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εμφανιστεί στους φλύαρους, αλλά ακόμα και σ’ αυτό που επιθυμούν ιδιαίτερα αποτυγχάνουν οικτρά.
Η φλυαρία λοιπόν , μια απ' τις εθνικές μας ασθένειες είναι το θέμα που καταπιάνεται στο χρονογράφημα που ακολουθεί ο συνεργάτης μας Κώστας Μπιλίρης
ΕΙΜΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΦΛΥΑΡΟΙ
Κείμενο του Κώστα Μπιλίρη
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΙΛΙΡΗΣ |
Υπάρχουν μερικοί που ομολογούν πολύ συχνά «θέλω
κάτι να φάω». Και φυσικά ανοίγουν το ψυγείο τους, ή καμιά κατσαρόλα και
κατεβάζουν τα προς το ζειν και τα προς τέρψιν και χώνευσιν..
Υπάρχουν άλλοι, που το ίδιο συχνά,
παραδέχονται: «Θέλω κάτι να πιώ». Και φυσικά ανοίγουν τη βρύση, ή κανένα
μπουκάλι και τέρπουν το λαρύγγι τους. Υπάρχουν άλλοι, που δεν τους χωράει ο
τόπος και θέλουν κάπου να πάνε. Και φυσικά, ανοίγουν το βήμα τους, ή την πόρτα τού
αυτοκινήτου τους, μπαίνουτν μέσα και τσουλάνε. Υπάρχει και μια κατηγορία
ατόμων, που θέλουν κάτι να κάνουν. Και φυσικά, ανοίγουν συρτάρια, ντουλάπια,
μπαούλα και με τον πιο αφύσικο τρόπο αρχίζουν να σκαλίζουν.
Κοίτα όμως φίλε μου, που υπάρχουν και κείνοι
που πάντα θέλουν κάτι να λένε! Συγκεκριμένα μια γνωστή μου, έπιασε και δήλωσε
στο γιατρό της. «Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου γιατρέ θέλω να μιλάω. Έχω
τη διάθεση να λέω και κάτι. Αν δεν μιλήσω, μου φαίνεται, θα σκάσω».
Και φυσικά, ανοίγει το στόμα της και λέει. Μόνο
που λέει-λέει και τελειωμό δεν έχει. Νομίζεις δηλαδή, πως έχει μόνο μιλιά και
καθόλου στόμα. Θα με συμβουλέψετε ίσως. «Άστην να λέει, τι σε νοιάζει
εσένα»; Το χειρότερο φίλοι μου, δεν
είναι το ότι λέει, αλλά το ότι θέλει και κάποιον δίπλα της να την ακούει. Να
την ακούει και να του λέει συνέχεια «κατάλαβες»; Κι αν δεν τον έχει, αρπάζει το ακουστικό. Και
δυστυχώς ξέρει απέξω τον αριθμό τού δικού μου τηλεφώνου.
Βέβαια η πάρλα των Ελλήνων, ούτε επιδεικνύεται,
ούτε εξαντλείται όλη στο τηλέφωνο. Τι διάθεση για μονόλογο, τι όρεξη για
λογοδιάρροια είναι αυτή που πιάνει τους ανθρώπους!!! Έχετε προσέξει μερικούς, που
δεν χάνουν ευκαιρία να μη σου ανοίξουν κουβέντα; Ασφαλώς και θα έχετε προσέξει
και θα έχετε υποστεί και θα έχετε δεινοπαθήσει. Και να πεις πως είναι όλοι
χασομέρηδες; Α όχι. Όμως θέλουν κάτι να σου πουν, να σου αποδείξουν πως είναι
Δημοσθένηδες.
Ίσως και να εκτονωθούν.
Μερικοί θέλουν να μιλήσουν για να τους
θαυμάσεις επειδή μόνο αυτοί ξέρουν κάτι σημαντικό. Ή πως μόνο αυτοί έχουν
προβλήματα που αξίζει να κοινολογηθούν. Θέλουν και να βρίσουν κάποιους άλλους.
Να καταραστούν και τη μοίρα τους. Να δημιουργήσουν γνωριμία. Να κάνουν
εντύπωση.
Δεν τολμάς να μπεις σε μερικά ταξί και σου
πέφτουν σωρηδόν οι ατάκες. «Εκεί μένετε- από πού είστε- πω-πώ κοίτα πως οδηγεί
αυτός-κοίτα κόσμος! Δώσανε άδεια σε όλους τους βλάχους-εμένα που με βλέπετε….»
Και άντε εσύ τώρα, να του δώσεις με το ύφος σου να καταλάβει, πως ούτε τον
βλέπεις, ούτε τον ακούς. Ούτε σ΄ενδιαφέρει να τον ακούσεις.
Κάποιοι συμπατριώτες μας, είναι και πιο
απαιτητικοί. Όπου και να σε βρούνε, σε στάση,στην ουρά, στο γήπεδο,στο
λεωφορείο, θα σου πιάσουν τη μουρμούρα για να σου επιβάλουν και την άποψή τους.
Δε νοιάζονται καν για το τι πιστεύεις εσύ και τι θεό λατρέψεις.
Πας να φας σε ένα εστιατόριο και αρχίζει ο
διπλανός σου. «Μια φορά που λες»….. Όχι χριστιανέ μου. Δε θέλω να ακούσω την
ιστορία σου. Άσε με να φάω.
Ένας γείτονάς μου, ό,τι και να ακούσει, θυμάται
αμέσως μια ανάλογη πτυχή της δικής του ζωής και αρχίζει: «Εγώ μια φορά
συνάντησα….Εγώ μια φορά γνώρισα….Εγώ ένα βράδυ πήγα….Εγώ κάποτε βρέθηκα….» Για
κάθε περίσταση έχει έτοιμη και μια δική του ιστορία. Πιστεύει πως αυτά που
έζησε, ή που αυτός πέρασε, είναι τα μόνα άξια λόγου. Και καθώς έμαθε να παίρνει
το θάρρος μόνος του, δεν αφήνει ατάκα να πάει χαμένη.
-Εσύ λες αυτό. Να σου πω εγώ τι έπαθα
κάποτε….
-Όχι ρε κύριε.
Να μη μου πεις.
-Είπες τίποτα;
-Είπα να βγάλεις το σκασμό.
-Μα κάτι θυμήθηκα
Να θυμηθείς φίλε μου. Δε λέω. Να θυμηθείς τα
περασμένα σου, τις κατακτήσεις σου, τον άνθρωπό σου. Να αναπολήσεις την
αγαπημένη σου που μετεκόμισε δια τας αιωνίους μονάς. Ή δια τας προσκαίρους
αγκάλας ενός άλλου. Να θυμηθείς τις ωραίες στιγμές που πέρασες μαζί τότε που
κοίταζε ο ένας τον άλλο και λειώναν οι ψυχές σας όπως το αναμμένο κερί. Έστω
και τότε που εσύ την κοίταζες στα μάτια κι αυτή έγλυφε το παγωτό της. Να
θυμηθείς, αλλά χωρίς ακροατήριο.