Η
ΔΗΜΑΡΧΙΣΣΑ
του Κώστα Μπιλίρη
Τελείωσε η καταμέτρηση των ψήφων στην επαρχιακή κωμόπολη και η εκλογή του ήταν γενονός. Ο Φώτης Ματσαλιάς,
με τη βοήθεια του Θεού και τα λεφτά του πεθερού του, αναδείχτηκε δήμαρχος.
Σε λίγο το σπίτι θα γεμίσει φίλους και οπαδούς, που θα έρθουν να δηλώσουν
«παρών». Θα προστρέξουν και αρκετοί από εκείνους που δεν τον ψήφισαν.
«Όπου γάμος και γιορτή η Βασίλω είναι
κει».
Ο Ματσαλιάς, μισοκινείται στους χώρους του σπιτιού και απολαμβάνει σκεπτόμενος
τα μελλοντικά του μεγαλεία. Δεν παύει να μουρμουρίζει και να χαίρεται.
– Από αύριο θα με ξέρουν και τα κοτρόνια. Στην εκκλησία θα έχω θέση περιωπής. Στο Συμβούλιο θα κρατάω την πρωτοκαθεδρία. Στην παρέλαση θα περνούν μπροστά μου και θα στρέφουν τα πρόσωπά τους να με χαιρετούν. Όπου μπαίνω
θα λένε «μπαίνει ο δήμαρχος». Όπου με βλέπουν θα σηκώνονται να καθίσω.
Θα βγάζω λόγο και θα με χειροκροτούν, θα βγάζω τσιγάρο και θα τρέχουν
όλοι να μου δώσουν φωτιά, θα βγάζω μια διαταγή και θα εφαρμόζεται θέλουν δε θέλουν. Ε, και όταν έρθει η ώρα μου να πάω στον άλλο κόσμο, όλο και σε κάποιο
δρόμο θα δώσουν το όνομά μου. Άσε που μπορεί να μου στήσουν
και κανένα άγαλμα...
Κοντά στην είσοδο,
υπάρχει ο καθρέφτης με την καθιερωμένη παλαιομοδίτικη επιγραφή «Καλημέρα».
Ο Ματσαλιάς
πλησιάζει, κοιτάζεται, χαμογελάει, κάνει μερικούς μορφασμούς αυταρέσκειας και απευθύνεται στο είδωλό του.
– Καλημέρα, καλημέρα. Καλημέρα
σου κύριε Δήμαρχε.
Ξανακοιτάζει κάμποσο ακόμη το μούτρο του. Προσπαθεί να
δει αν προστέθηκε
τίποτα καινούριο στη φάτσα του. Αν μοιάζει για δήμαρχος ή και «για
κάτι παραπάνω».
Πηγαίνει στο «μέρος».
Υπάρχει και εκεί ένας μεγάλος καθρέφτης. Παρατηρεί ξανά τη φάτσα του, ξανακάνει τους μορφασμούς
του και ρωτάει.
– Τί ’μαι γω μωρέ καθρέφτη;
– Δήμαρχος
ρε στραβέ, αποκρίνεται ο ίδιος.
Κατόπιν κοιτάζει
τη λεκάνη και της λέει: «Τώρα σε κατουράει ο δήμαρχος».
Δεν ξέρουμε πόσο περήφανη ένιωσε εκείνη. Αυτός συμπλήρωσε.
– Τ’ άκουσες μουρή. Για τέσσερα χρόνια μπορεί και για οχτώ θα σε κατουράει ο δήμαρχος.
Βγαίνει έξω, περπατάει λίγο πιο πέρα από την αυλή του, στέκεται μπροστά σε μια πουρνάρα και της απευθύνει το λόγο.
– Τι ‘μαι γω μουρή πουρνάρα; Πέστο ντε να τ’ ακούσουν οι εχθροί μου. Δήμαρχος
κυρά μου, δήμαρχος!
Μάλιστα. Αυτός, ο Φώτης Ματσαλιάς,
ένας μικρομεσαίος αγελαδοτρόφος, έφτασε να γίνει δήμαρχος.
Το παιδί του λαού, του
τυριού και του ξινόγαλου
είναι ο σημερινός δήμαρχος και αυριανός
ποιος ξέρει τι άλλο... Βρε έτσι και λειτουργήσει και η αξιοκρατία...
Μπαίνει σπίτι του
και κάνει εκμυστηρεύσεις σ’ έναν «έμπιστο».
– Εγώ τώρα θα βάζω τον καθένα στη θέση του. Θα τηλεφωνώ
για οτιδήποτε και θα λέω «εδώ ο δήμαρχος». Δε θα μπορεί κανείς να μου πει γιατί ανακατεύεσαι. Γιατί είμαι ο δήμαρχος ρε βλάκα. Τώρα θα εκδικηθώ και τη Σπυριδούλα τη γειτόνισσά μου, που πριν από δεκατέσσερα χρόνια τη ζήτησα
σε γάμο και μου αρνήθηκε. Τα είδες Σπυριδούλα; Αν είχες παντρευτεί εμένα, τώρα θα
χειροκρο τούσαν και σένα και θα σε λέγανε δημαρχίνα. Το λοιπόν θα επιβάλω σε όλους να λένε τη γυναίκα μου δημαρχίνα, ή ό,τι άλλο καλύτερο
βρω, για να τ’ ακούει η Σπυριδούλα
και να σκάει.
Και καθώς ο «δήμαρχος»
κλείνει πονηρά το μάτι και απομακρύνεται, ο έμπιστος που καλοβλέπει τη γυναίκα του, τρέχει και της τα προφταίνει. Το και το. Ο άντρας σου, θέλει να σου δώσει έναν τίτλο, όχι επειδή τον αξίζεις, παρά για να ζηλεύει η Σπυριδούλα.
Κάποια στιγμή το δημαρχικόν ζεύγος, διασταυρώνεται.
– Γεια σου Πολυξένη
μου! – Γεια σου δημαρχίνα μου!
– Όχι και δημαρχίνα
βρε άντρα. Από πού και ως πού;
– Ε, πώς; Εγώ θα είμαι ο δήμαρχος. Ο κόσμος θα λέει
«πήγα στο δήμαρχο,
να ο δήμαρχος» και παρόμοια. Τα παιδιά
μας για τέσσερα χρόνια,
ενδεχομένως για οχτώ,
γιατί όχι και δώδεκα, θα είναι δημαρχόπουλα. Εσένα πώς θα σε λένε βάσει της τοπικής
αυτοδιοίκησης;
– Εμένα με λένε Πολυξένη, Ξένια, Ξένη. Με λένε και Φώταινα. Αυτό το Δημαρχίνα
«χίνα» δε μου αρέσει.
Μου θυμίζει χήνα.
– Άμα δε σ’ αρέσει αυτό, θα βρούμε κάτι άλλο.
Μέσα σ’ αυτούς που τους έχουν περιτυλίξει, να σου ένας δάσκαλος.
– Δε μου λες δάσκαλε. Εγώ για τέσσερα
χρόνια, ενδεχομένως οχτώ,
γιατί όχι και δώδεκα θα είμαι δήμαρχος.
Τα παιδιά μου δημαρχόπουλα. Η γυναίκα μου πώς θα λέγεται;
– Σύμφωνα
με τους τίτλους «πριγκίπισσα», ή «κόμισσα», πρέπει να αποκαλείται δημάρχισσα.
– Δημάρχισσα! Και θα το καταλαβαίνει ότι το λένε για κείνη;
Στην αντιπαράθεση παρεμβαίνει ένας φιλόλογος.
– Γιατί να
πειθαρχήσουμε σε καθαρευουσιάνικους όρους; Θα λάβουμε υπόψη λαϊκά πρότυπα.
Κοντέσα και πριγκιπέσα
ξέρει ο κόσμος. «Έμπα στη ζωή μου μέσα, να σε κάνω πριγκιπέσα» λέει το τραγούδι. Η γυναίκα σου θα είναι δη μαρχέσα. Πριγκιπέσα – Δημαρχέσα.
– Άκου δημαρχέσα! Αντιδρά
η Πολυξένη. Και δε μου λες κύριε καθηγητά.
Τώρα όποιος βαριέται να με λέει Πολυξένη,
με φωνάζει χαϊδευτικά
Ξένια ή Ξέ νη. Στο εξής πώς θα με φωνάζουν χαϊδευτικά; Δημαρχέσα – χέσα;
Αυτό το «χέσα» δεν άρεσε και στο Ματσαλιά. Θα το ακούσει
η Σπυριδούλα και θα τους πάρει στο ψηλό.
– Δημάρχαινα θα είναι, συμβουλεύει ένας τρίτος.
Μέχρι τώρα λέμε η Φώται να. Στο εξής θα είναι
δημάρχαινα.
Το απορρίπτει αμέσως μια φεμινίστρια «ως λέξη αποδεικνύουσα την εξάρτηση από τον άντρα» και βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει την ανδροκρατική αντίλη ψη, που δεν προέβλεψε γυναικείους διοικητικούς τίτλους.
Κάποιος σπρώχνει
προς άλλη κατεύθυνση
το ενδιαφέρον τους.
– Ησυχία, θα μας πει λίγα λόγια ο δήμαρχος
για τη νίκη του.
Μα αντί να μιλήσει ο Δήμαρχος,
παίρνει το λόγο η φεμινίστρια και ο χαβαλές φουντώνει. Και μερικοί τρέξανε στις βιβλιοθήκες, κουβαλήθηκαν τόμοι ολόκληροι,
ανοίχτηκαν λεξικά.
Πάνω στην ώρα κι ένας ιεροψάλτης.
– Γρηγόρη. Η θρησκεία
τι θα συμβούλευε
για τον τίτλο αυτό;
– Επί γης διατρίβοντες, εν ουρανώ πολιτευόμεθα.
Νέα επίθεση η
φεμινίστρια.
– Όχι σε κάθε μορφής αντίδραση. Όχι σε θεοκρατικές αντιλήψεις.
Ο ιεροψάλτης δεν κρατιέται. – Αντίδραση η θρησκεία,
που κήρυξε «ουκ ένι άρσεν ή θήλυ»; Και της τραβάει μια κατάρα.
Κατάρα αυτός, μούντζα αυτή, μπάχαλο η όλη εικόνα. Και μέσα σ’ αυτό το γενικό όργιο αντεγκλήσεων και τσιριγμάτων, μπαίνει στη σάλα ένας συμπολίτης και δίνει το νέο χαμπέρι. Ο αντίπαλος
έκανε ένσταση, τα
ψηφοδέλτια ξαναμετρήθηκαν και ο Ματσαλιάς χάνει τις εκλογές.
Δημαρχέστα κύριε Φώτη μου...